Η Φωκίδα είναι γεωγραφική περιοχή και Περιφερειακή Ενότητα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Η οικονομία της βασίζεται στην καλλιέργεια της ελιάς, στον βωξίτη, τον τουρισμό, την παραγωγή μελιού, τις ιχθυοκαλλιέργειες, την κτηνοτροφία, την πτηνοτροφία και την αλιεία. Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη του νομού είναι η Άμφισσα, δεύτερη μεγαλύτερη η Ιτέα, ενώ άλλες σημαντικές κωμοπόλεις και χωριά είναι οι Δελφοί (Ιστορική Πρωτεύουσα) η Δεσφίνα, το Γαλαξίδι, το Λιδωρίκι, η Ερατεινή, το Ευπάλιο, η Σουβάλα η Γραβιά κ.α..
Η Φωκίδα παραδοσιακά είχε δύο επαρχίες, την Παρνασσίδα και τη Δωρίδα. Πλέον οι επαρχίες έχουν καταργηθεί ως διοικητική διαίρεση, αλλά οι δύο περιοχές διατηρούνται ως Δήμοι: ο δήμος Δελφών και ο δήμος Δωρίδας.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας έχει έκταση 2.120 τ. χλμ. και πληθυσμό 45.000 κατοίκους (απογραφή 2011). Η Φωκίδα βρίσκεται στην καρδιά της Ρούμελης και συνορεύει με τη Βοιωτία ανατολικά, τη Φθιώτιδα βόρεια και την Αιτωλοακαρνανία δυτικά. Στα νότια βρέχεται από τον Κορινθιακό κόλπο. Είναι από τους πιο ορεινούς νομούς της Ελλάδας με εναλλασσόμενο γεωμορφολογικό τοπίο, αφού περιλαμβάνει τέσσερα από τα υψηλότερα βουνά της χώρας, την Γκιώνα, τον Παρνασσό, τα Βαρδούσια και την Οίτη, με πετρώδες, αλλά και πολλές φορές κατάφυτο τοπίο, ενώ ταυτόχρονα διαθέτει την Λίμνη του Μόρνου, από την οποία υδροδοτείται η Αθήνα και το Κρισσαίο Πεδίο, ίσως την μεγαλύτερη έκταση με ελιές που υπάρχει σήμερα.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΕ ΦΩΚΙΔΑΣ
Η Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας διαιρείται σε 2 δήμους, τους εξής: Δελφών με έδρα την Αμφισσα και Δωρίδος με έδρα το Λιδωρίκι.

Η ΦΩΚΙΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Η Φωκίδα ηταν παραδοσιακά ένας αθλητικός νόμος καθώς από την αρχαιότητα, κάθε τέσσερα χρόνια διοργανώνονταν εκεί τα Πύθια, η δεύτερη σημαντικότερη αθλητική διοργάνωση στην αρχαία Ελλάδα. Διέθετε πολύ προηγμένο στάδιο για τα δεδομένα της εποχής στους Δελφούς, ενώ υπήρχε και ιππόδρομος στην Ιτέα.

Ο ΔΗΜΟΣ ΔΕΛΦΩΝ
Ο Δήμος Δελφών έχει έκταση 112,93 τ. χλμ. και πληθυσμό 34.716 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Έδρα του Δήμου είναι η Αμφισσα.
Δήμαρχος Δήμου Δελφών: Παναγιώτης Ταγκαλής
Ο Δήμος διαιρείται στις εξής 8 Δημοτικές Ενότητες: Αμφίσσης, Γαλαξειδίου, Γραβιάς, Δελφών, Δεσφίνας, Ιτέας, Καλλιέων και Παρνασσού, οι οποίες συνολικά περιλαμβάνουν 4 Δημοτικές Κοινότητες, 32 Τοπικές Κοινότητες και 62 Οικισμούς (σε παρένθεση αναγράφονται οι συστατικοί Οικισμοί της κάθε Κοινότητας):
1. ΔΕ Αμφίσσης: Περιλαμβάνει την Δημοτική Κοινότητα Αμφίσσης (Αμφισσα) και τις Τοπικές Κοινότητες Αγίας Ευθυμίας (Αγία Ευθυμία), Αγίου Γεωργίου (Αγιος Γεώργιος), Αγίου Κωνσταντίνου (Αγιος Κωνσταντίνος), Δροσοχωρίου (Δροσοχώρι), Ελαιώνος (Ελαιώνας), Προσηλίου (Βίνιανη, Μοναστήρι, Προσήλιο), Σερνινακίου (Σερνινάκι).
2. ΔΕ Γαλαξειδίου: Περιλαμβάνει τις Τοπικές Κοινότητες Αγίων Πάντων (Αγιοι Πάντες, Νέοι Αγιοι Πάντες, Παραλία Αγίων Πάντων), Βουνιχώρας (Βουνιχώρα), Γαλαξειδίου (Γαλαξείδι, Αγιος Γεώργιος, Αψηφιά), Πεντεορίων (Πεντεόρια).
3. ΔΕ Γραβιάς: Περιλαμβάνει τις Τοπικές Κοινότητες Αποστολιά (Αποστολιάς), Βαργιάνης (Βάργιανη), Γραβιάς (Γραβιά), Καλοσκοπής (Καλοσκοπή), Καστελλίων (Καστέλλια), Μαριολάτας (Μαριολάτα), Οινοχωρίου (Οινοχώρι), Σκλήθρου (Σκλήθρο).
4. ΔΕ Δελφών: Περιλαμβάνει την Δημοτική Κοινότητα Δελφών (Δελφοί, Καλάνια, Κρόκοι), Χρισσού (Χρισσό, Μονή Προφήτη Ηλία).
5. ΔΕ Δεσφίνης: Περιλαμβάνει την Δημοτική Κοινότητα Δεσφίνης (Αγιος Ανδρέας, Αγιος Νικόλαος Δεσφίνης, Βάλτος, Γενημάκια, Δεσφίνα, Μακριά μαλλιά, Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ποταμοί, Πρόσακος, Στενός, Συκιά).
6. ΔΕ Ιτέας: Περιλαμβάνει την Δημοτική Κοινότητα Ιτέας (Ιτέα, Αγιος Αθανάσιος, Αγιος Κωνσταντίνος) και τις Τοπικές Κοινότητες Κίρρας (Κίρρα), Τριταίας (Τριταία).
7. ΔΕ Καλλιέων: Περιλαμβάνει τις Τοπικές Κοινότητες Αθανασίου Διάκου (Αθανάσιος Διάκος), Καστριωτίσσης (Καστριώτισσα), Μαυρολιθαρίου (Μαυρολιθάρι), Μουσουνίτσης (Μουσουνίτσα), Πανουργιά (Πανουργιάς), Πυράς (Πυρά), Στρώμης (Στρώμη).
8. ΔΕ Παρνασσού: Περιλαμβάνει τις Τοπικές Κοινότητες Επταλόφου (Επτάλοφος, Αλαταριές, Ζαμπειός, Ιταμός), Λιλαίας (Λιλαία), Πολυδρόσου (Ανω Πολύδροσος, Λιβάδι, Πολύδροσος).
Η ΑΜΦΙΣΣΑ
Η Άμφισσα είναι η πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας και της τέως επαρχίας Παρνασσίδας, με πληθυσμό 6.919 κατοίκους (Απογραφή 2011). Βρίσκεται στο βόρειο μέρος του Κρισαίου Πεδίου, στους πρόποδες του βουνού Έλατος της Γκιώνας, ενώ ανατολικά της βρίσκεται ο Παρνασσός.
Η Άμφισσα είναι τοποθετημένη νότια της Λαμίας, βορειοδυτικά της Λιβαδειάς και των Δελφών, βορειοανατολικά της Ναυπάκτου, βόρεια της Ιτέας και ανατολικά του Λιδορικίου.
Το Κρισσαίο Πεδίο και οι ελειές Αμφίσσης: Παλιότερα, οι κάτοικοι ασχολούνταν με επαγγέλματα όπως η βυρσοδεψία, η κωδωνοποιία και η σχοινοποιία, για τα οποία η Άμφισσα ήταν γνωστή, ενώ σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι που ασχολούνται με αυτά. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της ασχολείται με την καλλιέργεια της ελιάς, αφού υπάρχει στην περιοχή τεράστια συνεχόμενη έκταση με ελιές, η οποία ονομάζεται “Κρισσαίο Πεδίο”, όπου παράγονται οι ξακουστές “ελιές Αμφίσσης“, και η οποία προστατεύεται ως μέρος του Δελφικού Τοπίου.
Προέλευση Ονομασίας: Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο οποίος αναφέρει πως «Άμφισσα ονομάσθη δια το όρεσιν περιέχεσθαι», η ονομασία της Άμφισσας προέρχεται από το ρήμα αμφιέννυμι, που σημαίνει “περιβάλλω”, επειδή η πόλη περιβάλλεται από βουνά (Γκιώνα και Παρνασσός). Κατά τη μυθολογία, η πόλη οφείλει το όνομά της στην Άμφισσα, κόρη του Μάκαρος, εγγονή του Αιόλου.
Στις αρχές του 13ου αιώνα και με την έναρξη της Λατινοκρατίας στην Ελλάδα, η Άμφισσα μετονομάστηκε από τους Φράγκους κατακτητές σε La Sole και στα Ελληνικά (τα) Σάλωνα. Για την προέλευση της ονομασίας Σάλωνα, η οποία διατηρήθηκε μέχρι και το τέλος της Οθωμανικής περιόδου στην Ελλάδα, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η πόλη ξαναπήρε επίσημα το αρχαίο όνομα Άμφισσα το 1833.
Ιστορία: Η ιστορία της Άμφισσας ξεκινάει από την αρχαιότητα, αφού κατοικείτο από τους πανάρχαιους χρόνους, όπως μαρτυρούν τα Τείχη της Ακρόπολής της αλλά και η αναφορά του Παυσανία σε δύο αξιομνημόνευτους τάφους που υπήρχαν στην πόλη, της Άμφισσας και του Ανδραίμονος. Η Άμφισσα αποτελούσε μεγάλη πόλη των Εσπέριων ή Οζολών (που ερμηνεύεται “με οσμή”, λόγω της συνήθειας των κατοίκων να ενδύονται με ακατέργαστα δέρματα από ζώα, ώστε να προφυλάσσονται από το ψύχος).
Από τον 8ο αιώνα π.Χ., διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με την Κόρινθο και με πόλεις της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Τον 7ο αιώνα π.Χ. η Άμφισσα οργανώθηκε ως πόλη-κράτος με τις τέχνες και το εμπόριο να γνωρίζουν άνθηση που διήρκεσε για τρεις αιώνες. Το 653 π.Χ. κάτοικοι της πόλης και της ευρύτερης περιοχής μετανάστευσαν στην Κάτω Ιταλία όπου ίδρυσαν την αποικία των Επιζεφύριων Λοκρών, μια πόλη που υπάρχει μέχρι σήμερα με το όνομα Locri.
Η πόλη, μετά τις καταστροφές που υπέστη κατά τον Δ’ Ιερό Πόλεμο, ανοικοδομήθηκε και αποτέλεσε μέρος της πανίσχυρης Αιτωλικής Συμπολιτείας όπως και όλη η Φωκίδα, και πήρε μέρος, το 278 π.Χ., στη νικηφόρα μάχη κατά των Γαλατών, που εδραίωσε την κυριαρχία της Συμπολιτείας στον Ελληνικό χώρο.
Νεότεροι χρόνοι: Τον Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την πόλη και την παραδίδουν στους Ιταλούς, μέχρι τον Ιούλιο του 1943 που η πόλη περνά υπό Γερμανική κατοχή. Στα χρόνια της κατοχής από τους Ιταλούς και Γερμανούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη και η γύρω περιοχή δοκιμάστηκε άσχημα και υπήρξαν καταστροφές (κάψιμο χωριών, εκτελέσεις) σε γειτονικά χωριά (Αγία Ευθυμία, Βουνιχώρα, Σεγδίτσα κλπ.). Από την άλλη, στα γύρω βουνά (Γκιώνα και Παρνασσό) έδρασε οργανωμένο αντάρτικο, το οποίο είχε και νικηφόρες μάχες εναντίον των κατακτητών (Ρεκά, Καρούτες). Η οριστική αποχώρηση των Γερμανών από την πόλη, θα γίνει στις 15 Οκτωβρίου του 1944. Η πόλη, επίσης, δοκιμάστηκε και στον Εμφύλιο πόλεμο με πολλές απώλειες για τους κατοίκους της.
Πολιτισμός: Η πόλη έχει πολλά κληροδοτήματα από ευεργέτες που άφησαν την περιουσία τους για διάφορους κοινωφελείς σκοπούς (Μαρκίδης, Γιαγτζής, Σταλλός, Μαχαιράς κλπ). Στην πόλη λειτουργούν Αρχαιολογικό Μουσείο, Λαογραφικό Μουσείο, Δημοτική Βιβλιοθήκη, Δημοτικό Ωδείο, Εικαστικό εργαστήρι, Παιδική Βιβλιοθήκη, Πολιτιστικοί Σύλλογοι και Δημοτική Φιλαρμονική και Χορωδία με μεγάλη παράδοση. Επίσης, υπάρχει Ενιαίο Λύκειο, δύο Γυμνάσια (μουσικό και εσπερινό), Δημοτικά σχολεία, Νηπιαγωγεία, Βρεφονηπιακοί σταθμοί, Νοσηλευτική Σχολή και Επαγγελματικό Λύκειο. Επίσης, λειτουργούν ΙΕΚ και ΣΕΚ, καθώς και το Εργαστηριακό Κέντρο (ΕΚ) Άμφισσας. Στην πόλη λειτουργεί τμήμα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η Άμφισσα αποτελεί έδρα όλων των Δημόσιων Υπηρεσιών, διαθέτει σύγχρονο Κρατικό Νοσοκομείο, Πρωτοδικείο και στεγάζει το ΚΤΕΛ Νομού Φωκίδας.
Ηθη και έθιμα: Στις 10 Απριλίου γιορτάζεται πανηγυρικά η επέτειος της άλωσης του Κάστρου των Σαλώνων, με παρέλαση μαθητών, στρατού και σωμάτων ασφαλείας. Επειδή, αρκετές φορές, οι 10 Απριλίου τυχαίνει να πέφτουν μέσα στο Πάσχα, οι εκδηλώσεις για την άλωση του κάστρου, συνηθίζεται να γίνονται την Κυριακή του Θωμά, ακόμα και αν δεν συμβαίνει η παραπάνω προϋπόθεση. Κατά τις Απόκριες πραγματοποιούνται στην πόλη λαϊκά δρώμενα, τα οποία σχετίζονται με θρύλους των βυρσοδεψών. Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς πραγματοποιείται το «Καρναβάλι της Άμφισσας», με παρέλαση αρμάτων και το κάψιμο του καρνάβαλου στην πλατεία, που καταλήγει σε λαϊκό γλέντι με χορούς και τραγούδια αφού προσφέρονται ελιές και άφθονο κρασί.
Αξιοθέατα: Το Κάστρο των Σαλώνων ή Κάστρο της Ωριάς, ο Βυζαντινός Ναός του Σωτήρος, ο Μητροπολιτικός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο κέντρο της πόλης με τις περίφημες τοιχογραφίες του Σπύρου Παπαλουκά. Η Παλιά Συνοικία των Βυρσοδεψών (ταμπάκικα), Χάρμαινα εκεί όπου βρίσκεται και η Δημοτική Πινακοθήκη με ανθίβολα από τις τοιχογραφίες του προηγούμενου ναού και πάρα πολλά κτίριά της έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα. το Αρχαιολογικό Μουσείο Άμφισσας, η Δημοτική Βιβλιοθήκη Άμφισσας, 40.000 τόμων, που ιδρύθηκε το 1957 από τη Φοιτητική Ένωση Φωκέων, με σπάνια βιβλία. Η οικία Πανουργιά, δείγμα τοπικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα που βρίσκεται απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο και στην οποία στεγάζεται από τον Απρίλιο του 2019 το Μουσείο Ελληνικής Επανάστασης. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αρχιτεκτονική της πόλης με τα πολλά αρχοντικά λαϊκής τεχνοτροπίας και τα νεοκλασικά, απόδειξη του πλούτου μιας άλλης εποχής.

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΜΦΙΣΣΑΣ
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άμφισσας στεγάζεται στο κτίριο όπου έγινε η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, με συλλογή αρχαίων και νέων νομισμάτων που αποτελεί δωρεά του Δρόσου Κραβαρτόγιαννου, ψηφιδωτά, τάφους, επιτύμβιες στήλες, επιγραφές και αντικείμενα από την εποχή του Χαλκού μέχρι και τα Ρωμαϊκά χρόνια, όλα ευρήματα της περιοχής, καθώς και ένα εντυπωσιακό άγαλμα της Περσεφόνης από το αρχαίο Κάλλιο που βρίσκεται στην ΠΕ Φωκίδας. Το Μουσείο στεγάζει νομισματικές συλλογές και αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή της Φωκίδας και της Ελλάδας γενικότερα.

Η ΑΓΙΑ ΕΥΘΥΜΙΑ
Η Αγία Ευθυμία είναι ορεινό χωριό και Τοπική Κοινότητα της Δημοτικής Ενότητας Αμφίσσης του Δήμου Δελφών, στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Βρίσκεται στους νότιους πρόποδες της Γκιώνας, σε υψόμετρο 470 μ., κάτω από τις κορυφές Προφήτης Ηλίας και Κοκκινάρι, σε απόσταση 8,5 χλμ. νοτιοδυτικά της Άμφισσας, με την οποία τη συνδέει καλής ποιότητας οδικό δίκτυο, και 15 περίπου χλμ. βορειοδυτικά της Ιτέας. Η τοποθεσία του χωριού αποτελεί μέρος του Δελφικού τοπίου.
Ιστορία-Ονομασία: Κατοικείται αδιάλειπτα από την αρχαιότητα και έχει χαρακτηριστεί ως Μαρτυρικό χωριό, εξαιτίας της πυρπόλησής του κατά τη Γερμανική κατοχή. Είναι η γενέτειρα του λογοτέχνη και ποιητή Γιάννη Σκαρίμπα και του αρματωλού Αστραπόγιαννου. Μέχρι το 1580 το χωριό διατηρούσε το πανάρχαιο όνομά του, Μυωνία, πριν μετονομαστεί σε Αγία Ευθυμία. Η ιστορία της Αγία Ευθυμίας ξεκινάει από την αρχαιότητα, όταν ονομαζόταν Μυωνία ή Μυανία. Η Μυωνία αποτελούσε σημαντική πόλη και οχυρό των Οζολών Λοκρών και ερείπια του τείχους της αρχαίας πόλης σώζονται μέχρι σήμερα μέσα και γύρω από το χωριό. Οι Μυανείς αναφέρονται από τον Θουκυδίδη στην εξιστόρηση του Πελοποννησιακού πολέμου. ατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Αγία Ευθυμία αποτελούσε κέντρο κλεφτών και αρματολών. Κατά την περίοδο της Κατοχής της Ελλάδας από τις Δυνάμεις του Άξονα, η Αγία Ευθυμία υπέφερε από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των εισβολέων. Το χωριό βομβαρδίστηκε στις 25 Απριλίου 1941, με αποτέλεσμα ο επιβλητικός ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου στο κέντρο του χωριού να υποστεί πολλές ζημιές. Τον Αύγουστο του 1944 η Αγία Ευθυμία κάηκε και πάλι, αυτή τη φορά από τους Γερμανούς. Παράλληλα, τον Απρίλιο του 1944 είχε πυρποληθεί και ο ναός του Αγίου Ευθυμίου.
Εξαιτίας των απανωτών χτυπημάτων του χωριού από τους κατακτητές η πολιτεία συμπεριέλαβε την Αγία Ευθυμία στον κατάλογο των «Μαρτυρικών χωριών και πόλεων της Ελλάδας» και ονομάζεται επίσημα πλέον «Μαρτυρικό Χωριό».
Αξιοθέατα-Αρχαιολογικά ευρήματα: Στην περιοχή της Αγίας Ευθυμίας όπου βρισκόταν η αρχαία Μυωνία, έχουν βρεθεί σημαντικά ευρήματα. Δεσπόζει το αρχαίο τείχος της Μυωνίας, τμήματα του οποίου βρίσκονται μέσα στο σημερινό χωριό αλλά και γύρω από αυτο, κυρίως στη βόρεια πλευρά του. Ακόμα στην περιοχή έχουν βρεθεί αρχαία νομίσματα του 4ου αιώνα π.Χ., στα οποία στην εμπρόσθια όψη παρίσταται κεφαλή της Δήμητρας με πέπλο και στεφάνη από στάχυα ενώ στην οπίσθια απεικονίζεται ο Απόλλωνας καθιστός, κρατώντας κλαδί δάφνης και στηρίζοντας το δεξί του χέρι στη λύρα. Τα νομίσματα αυτά φέρουν την επιγραφή «ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΩΝ». Είναι γνωστό ότι οι Αμφικτίονες συνέρχονταν στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς και στο ιερό της Δήμητρας στην Ανθήλη των Θερμοπυλών, γι’ αυτό και απεικονίζονται αυτοί οι δύο θεοί και στα νομίσματά τους. Τα νομίσματα τα οποία αποκαλούνται από τους ειδικούς ως «θησαυρός της Μυωνίας», υπάρχουν σήμερα στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών.
Στην Αγία Ευθυμία έχει βρεθεί επίσης σκαλιστός οικογενειακός τάφος σε βάθος τριών μέτρων, με σκαλιστά σκαλοπάτια και τρία μνήματα. Το 1928 στη θέση Καζάς, 150 μ. από το νεκροταφείο του χωριού, βρέθηκαν μέσα σε πέτρινους τάφους δύο σιδερένια ξίφη, αιχμές δόρατος και ακοντίου και άλλα αντικείμενα που εκθέτονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών και ένα χάλκινο κράνος του 6ου αιώνα π.Χ., που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άμφισσας. Τα αντικείμενα αυτά παρουσιάζουν ομοιότητες στα χαρακτηριστικά με αντίστοιχα ευρήματα στην Μακεδονία και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, πράγμα το οποίο ίσως καταδεικνύει την Δωρική καταγωγή των Λοκρών και την πορεία των Δωρικών φύλων, κατά την κάθοδό τους στη νότια Ελλάδα.

Η ΒΟΥΝΙΧΩΡΑ
Η Βουνιχώρα είναι ιστορικό, μαρτυρικό, ορεινό χωριό και Τοπική Κοινότητα της Δημοτικής Ενότητας Γαλαξιδίου του Δήμου Δελφών, στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Βρίσκεται σε απόσταση 18 χλμ. από την πρωτεύουσα Άμφισσα, βορειοδυτικά του Γαλαξειδίου. Είναι χτισμένη στους πρόποδες της Γκιώνας και σε υψόμετρο 690 μ., ενώ αριθμεί 414 κατοίκους, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011. Στις σημερινές ασχολίες τους περιλαμβάνονται η ελαιοκαλλιέργεια, η μελισσοκομία, η κτηνοτροφία, ενώ παλαιότερα έξω από το χωριό λειτουργούσε λατομείο βωξίτη.
Ονομασία: H πιο πιθανή εξήγηση για την προέλευση του ονόματός του χωριού, αποτελεί η απόδοση σε μια λέξη της φράσης «χώρα του βουνού».
Ιστορία: Οι αρχικοί κάτοικοι της Βουνιχώρας βρέθηκαν στην περιοχή από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Κατά την διάρκεια της κατοχής η κάτοικοι συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση. Στις 10 Απριλίου του 1943 οι Ιταλικές δυνάμεις Κατοχής πυρπόλησαν το χωριό, εκτελώντας παράλληλα όσους κατοίκους βρήκαν σε αυτό. Η συγκεκριμένη ενέργεια σημειώθηκε ως αντίποινα για τις απώλειες που υπέστησαν οι Ιταλοί δύο μέρες νωρίτερα σε σύγκρουση με αντάρτες του ΕΛΑΣ υπό τον Καπετάν Νικηφόρο στον δημόσιο δρόμο Άμφισσας – Λιδωρικίου, κοντά στη γειτονική Αγία Ευθυμία, η οποία επίσης καταστράφηκε.
Αθλητισμός: Το χωριό έχει ποδοσφαιρική ομάδα με την ονομασία Αναγέννηση Βουνιχώρας, που αποτελεί εξέλιξη της παλαιάς ομάδας Ελατος Βουνιχώρας.

ΤΟ ΓΑΛΑΞΙΔΙ
Το Γαλαξίδι (ή Γαλαξείδι) είναι παραθαλάσσια κωμόπολη της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας και υπάγεται στον Δήμο Δελφών, του οποίου αποτελεί Δημοτική Ενότητα. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου και συγκεκριμένα, στη δυτική πλευρά του κόλπου της Ιτέας. Απέχει 29 χλμ. νότια από την Άμφισσα και 66 χλμ. ανατολικά από τη Ναύπακτο. Είναι αρκετά γνωστό για τη ναυτιλία που είχε αναπτύξει τον προηγούμενο αιώνα, καθώς και για τη γραφικότητά του, λόγοι για τους οποίους προσελκύει αρκετούς επισκέπτες.
Το γραφικό Γαλαξίδι αποτελεί ιδανικό προορισμό για εκδρομή και έχει χαρακτηριστεί πόλη-μουσείο. Η ναυτοπολιτεία, διατηρεί την αρχιτεκτονική που επικρατούσε την περίοδο της Τουρκοκρατίας και είναι γεμάτη αρχοντικά αφού το Γαλαξίδι ήταν ιδιαίτερα πλούσιο την εποχή αυτή. Συγκαταλέγεται στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco. Ειδικά κάθε Καθαρά Δευτέρα, με το έθιμο του Αλευρομουτζουρώματος, “βουλιάζει από τον κόσμο”.
Ονομασία: Η ονομασία Γαλαξ(ε)ίδι πρωτοεμφανίστηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 6ου και 9ου αιώνα μ.Χ.. Υπάρχουν πολλές εκδοχές σχετικά με την προέλευση του ονόματος. Οι γλωσσολογικές μελέτες συγκλίνουν στην άποψη ότι το τοπωνύμιο προέρχεται από το μεσαιωνικό φυτωνύμιο γαλατσίδα (ποώδες φυτό που αφθονεί στην περιοχή), το οποίο ανάγεται στον μεταγενέστερο τύπο γαλακτίδος και επομένως ετυμολογικά ορθή είναι η γραφή με -ι-: Γαλαξίδι. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές οι οποίες δεν ευσταθούν και η παραπάνω είναι η πιο ισχυρή.
Ιστορία: Kατά την περίοδο της αρχαιότητας, η περιοχή του Γαλαξιδίου κατοικήθηκε από τους Οζολούς ή Εσπέριους Λοκρούς τον 8ο αιώνα π.Χ.. Στη συγκεκριμένη θέση υπήρχε η αρχαία πόλη Χάλαιον ή Χάλειον. Το Χάλειον ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις αφού εκεί υπήρχε το ιερό του Απόλλωνα. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν κυρίως με τη ναυτιλία και συνεπώς με το εμπόριο.
Η περιοχή χαρακτηρίζεται από συνεχή παρουσία με σημαντικά ευρήματα, ήδη από τη Πρωτοελλαδική περίοδο (Ανεμοκάμπι, Πελεκάρης, Κεφαλάρι, νησάκι Αψηφιά). Σημαντικός είναι ο Μυκηναϊκός οικισμός στη θέση Βίλλα, καθώς και ο οχυρωμένος γεωμετρικός οικισμός στο λόφο του Αγίου Αθανασίου (περίπου 700 π.Χ.). Στην αρχαϊκή και κλασική εποχή (7ος-4ος αι. π.Χ.), παράλληλα με τον οικισμό στη θέση Βίλλα, αναπτύχθηκε στον Άγιο Βλάση το θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης. Γύρω στο 300 π.Χ. κατοικήθηκε η σημερινή θέση και οικοδομήθηκε το οχυρωματικό τείχος της. Ίσως την εποχή εκείνη τον έλεγχο είχε ήδη αποκτήσει το Κοινό των Αιτωλών, το οποίο και οχύρωσε την πόλη. Το Χάλειον συνέχισε να κατοικείται γνωρίζοντας ιδιαίτερη ακμή, μέχρι το 2ο αι. μ.Χ..
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το Γαλαξίδι τεκμηριώνεται για πρώτη φορά τον 10ο αιώνα. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Βασιλείου Β΄, το 981 είτε το 996, το Γαλαξίδι κυριεύτηκε, με δραματικές συνέπειες για τους κατοίκους, από τους Βούλγαρους του τσάρου Σαμουήλ. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη και εγκαταστάθηκαν στα νησιά του Κόλπου της Ιτέας, και το Γαλαξίδι δεν κατοικήθηκε για τα επόμενα 50 χρόνια. Το Γαλαξίδι λεηλατήθηκε ξανά το 1081 και το 1147 από τους Νορμανδούς. Μετά την Δ΄ Σταυροφορία το Γαλαξίδι αποτέλεσε αρχικά τμήμα της Αυθεντίας των Σαλώνων, αλλά ανακτήθηκε περί το 1211 από το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Μετά το 1269 πέρασε υπό τον έλεγχο των αρχόντων της Θεσσαλίας, που είχαν την έδρα τους στην Υπάτη. Το 1311 η πόλη κυριεύτηκε από τους Καταλανούς και πέρασε υπό την εξουσία του Δουκάτου των Αθηνών.
Η πόλη καταλήφθηκε για πρώτη φορά από τους Οθωμανούς το 1394, αλλά ανακτήθηκε από τον Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο μετά από λίγο καιρό. Περιήλθε για σύντομο χρονικό διάστημα στα χέρια των Ιωαννιτών το 1403/04. Το κάστρο της πόλης, από το οποίο ούτε ίχνη δεν σώζονται σήμερα, ενισχύθηκε το 1447/48 από τον Κωνσταντίνο Καντακουζηνό, αλλά αυτό δεν απέτρεψε την τελική κατάληψή του από τους Οθωμανούς λίγο αργότερα. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας ξεκίνησε το 1446. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη τη περίοδο της Τουρκικής Κατοχής, κανένας Τούρκος δεν κατοικούσε στο Γαλαξίδι. Η ακμή του Γαλαξιδιώτικου ναυτικού ξεκίνησε την περίοδο 1720-1730, δηλ. αμέσως μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718). Κατά την έναρξη της Επανάστασης του 1821 το Γαλαξίδι ήταν η πρώτη πόλη της Στερεάς Ελλάδας που ύψωσε τη σημαία της Απελευθέρωσης. Οι πλοίαρχοι και οι έμποροι προσέφεραν αμέσως τα πλοία τους υπέρ της πατρίδος, ενώ πολλοί Γαλαξιδιώτες έσπευσαν να πολεμήσουν στο Χάνι της Γραβιάς.
Ηθη και έθιμα: Το Αλευρομουντζούρωμα την Καθαρά Δευτέρα είναι ένα έθιμο που έχει ρίζες στην εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αξιοθέατα: O Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, o Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής, η Μονή Αγίου Σωτήρος, το Kαποδιστριακό Σχολείο Γαλαξιδίου, το Ναυτικό και Εθνολογικό Μουσείο, το παρθεναγωγείο, τα αρχοντικά του Γαλαξιδίου κ.α..

ΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΞΙΔΙΟΥ
Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης αποτελείται από πλιθόχτιστα αρχοντικά τα οποία υπενθυμίζουν το θαυμαστό παρελθόν της πόλης και πάρα πολλά αυτά έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Η αρχιτεκτονική έκφραση επηρεάστηκε από το ναυτικό επάγγελμα των κατοίκων που σαν κοσμογυρισμένοι φέρνανε οικοδομικά υλικά και τεχνίτες από το εξωτερικό. Τα πρώτα αρχοντικά χτίστηκαν το 1850 ενώ η Ευρωπαϊκή επίδραση είναι φανερή. Πολλά σπίτια μάλιστα έχουν ταβάνια σχεδιασμένα από Ιταλούς ζωγράφους. Μερικά από τα αρχοντικά που ξεχωρίζουν για την τεχνοτροπία τους είναι το Μπουρζέϊκο του Κατσούλη, το Δεδουσαίϊκο του καραβοκύρη Δεδούση, το Μοσχολαίϊκο, το Νινέϊκο του Π. Τσούνα κ.α..

Η ΓΡΑΒΙΑ
Η Γραβιά είναι χωριό, Δημοτική Ενότητα και Τοπική Κοινότητα του Δήμου Δελφών, στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας.
Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 400 μ. στα βορειοανατολικά της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας, στους πρόποδες του Παρνασσού. Ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ως οικισμός και Τοπική Κοινότητα είναι 604 κάτοικοι, και ως Δημοτική Ενότητα 2.073 κάτοικοι.
Στην αρχαιότητα η περιοχή της Γραβιάς βρισκόταν μέσα στα όρια της αρχαίας Δωρίδας. Κοντά στη Γραβιά βρισκόταν η αρχαία πόλη Κυτίνιο ή η αρχαία πόλη Ερινεός, πόλεις της Δωρικής Τετράπολης. Το πιο γνωστό αξιοθέατο της περιοχής είναι το Χάνι της Γραβιάς, όπου στις 8 Μαΐου 1821 έγινε η γνωστή μάχη. Προς τιμή της νίκης του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη μάχη στο Χάνι, κάθε χρόνο διοργανώνονται εκδηλώσεις αυτή την ημέρα. Από την αρχαία ακόμη εποχή η Γραβιά χρησίμευε για την άμυνα της Φωκίδας και ιδιαίτερα των Δελφών. Εκεί οι πρόμαχοι των Δελφών απέκρουσαν τους Γαλάτες. Εκεί οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τους Γότθους του Αλάριχου Α΄.

ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ
Το ξακουστό χάνι της Γραβιάς είναι Ιστορικό Μνημείο αφού εδώ είναι ο χώρος όπου ελάχιστοι Έλληνες υπό την ηγεσία του Οδυσσέα Ανδρούτσου την 8 Μαΐου 1821, συνέτριψαν τα Τουρκικά στρατεύματα, κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ανακόπτωντας έτσι την πορεία τους προς τα Σάλωνα και την Πελοπόννησο, που είχε στόχο την καταστολή της επανάστασης.

ΤΑ ΚΑΣΤΕΛΛΙΑ
Τα Καστέλλια είναι χωριό και Τοπική Κοινότητα της Δημοτικής Ενότητας Γαλαξιδίου του Δήμου Δελφών, στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Βρίσκεται στον οδικό άξονα Λαμίας – Άμφισσας – Ναυπάκτου και απέχει 40 χλμ. περίπου από την Λαμία και 35 χλμ. από την Άμφισσα. Είναι κτισμένο στις υπώρειες της Γκιώνας και της Οίτης και μπροστά του απλώνεται το λεκανοπέδιο του Βοιωτικού Κηφισού ή Δωρική κοιλάδα όπως συνηθίζεται να λέγεται από παλιά. Ο πληθυσμός του χωριού είναι 414 κάτοικοι, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011.
Ιστορία: Στα Καστέλλια μετά το 1800 ανεπτύχθηκε η σηροτροφία (υπήρχαν άφθονες μουριές στη τοποθεσία που βρισκόταν τότε το χωριό, στο Παλιοκαστέλλι). Είναι επίσης από τα πρώτα χωριά της Ελλάδας που καλλιέργησαν καπνό. Στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 πήραν μέρος πολλοί Καστελλιώτες. Στη μελέτη του Ε.Ν. Σταθόπουλου με τίτλο «Η Φωκίδα της Επανάστασης» υπάρχουν πολλά ονόματα Καστελλιωτών και Χλωμίσιων αγωνιστών με τη δράση τους στον αγώνα της ελευθερίας.
Πολιτισμός: Στην Αθήνα λειτουργεί ο Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια». Στους σκοπούς του περιλαμβάνονται, η μελέτη και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος του τόπου, η αποκάλυψη και διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε συνδυασμό με περαιτέρω ανάπτυξη του πολιτιστικού επιπέδου και την οργάνωση της ψυχαγωγίας και επιμόρφωσης του λαού και της νεολαίας του τόπου.
Τουρισμός-Αποδράσεις: Τα Καστέλλια βρίσκονται στην περιοχή της Β.Α. Παρνασσίδος και περικλείονται από τα όρη Γκιώνα και Παρνασσός. Η περιοχή είναι καταπράσινη και καλύπτεται από πουρνάρια, έλατα και κέδρα. Τη διατρέχουν πολλά ρυάκια και ο Βοιωτικός Κηφισσός.

Η ΜΑΡΙΟΛΑΤΑ
Η Μαριολάτα είναι χωριό και Τοπική Κοινότητα της Δημοτικής Ενότητας Γραβιάς του Δήμου Δελφών, στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Είναι κτισμένη στους πρόποδες του Παρνασσού, σε υψόμετρο 390 μέτρων και έχει πληθυσμό 366 κατοίκους, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011.
Ονομασία: Κατά την παράδοση πήρε το όνομά της από την Αρχαιότητα, όπου όποιοι πήγαιναν στο Μαντείο των Δελφών, αναγκαστικά διανυκτέρευαν εδώ, όπου υπήρχαν οι «Μαριόλες» που ήταν οι ιερές κοινές γυναίκες, οι οποίες μάθαιναν τα μυστικά των επισκεπτών και τα μετέφεραν στο Μαντείο. Μία άλλη εκδοχή του ονόματος, είναι από την Παναγία «Μαριολάτρα» της περιοχής.
Ιστορία: Η περιοχή κατοικείται από τα αρχαία χρόνια, η πόλη λεγόταν Βοίον και ανήκε στη Δωρική Τετράπολη. Αργότερα λεγόταν Χαράδρα και στη σύγχρονη εποχή μεταφέρθηκε στο σημείο που βρίσκεται η σημερινή Μαριολάτα.
Αξιοθέατα: Στην περιοχή της Μαριολάτας βρίσκεται η περίφημη Μπαρουτοσπηλιά, με μεγάλες διαστάσεις και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, εδώ παρασκευαζόταν μπαρούτι. Εδώ στο Παλιό Χωριό βρίσκεται και η εκκλησία «Γέννηση της Θεοτόκου».

ΟΙ ΔΕΛΦΟΙ
Πόλο έλξης στην περιοχή αποτελούν οι ιστορικοί Δελφοί με το Αρχαιολογικό Μουσείο και τον τεράστιο Αρχαιολογικό Χώρο που το περιβάλει, με μεγάλη επισκεψιμότητα από τουρίστες που έρχονται από κάθε μέρος της Γης. Η περιοχή είναι γεμάτη ναούς, ενώ ξεχωρίζουν συγκεκριμένα ο Θώλος της Αθηνάς Προναίας, ο Ναός του Απόλλωνα, το αρχαίο Θέατρο και το Στάδιο. Από τους Δελφούς περνάει και το ιστορικό μονοπάτι Κίρρας-Δελφών το οποίο περνά από τον Αρχαιολογικό Χώρο και την Κασταλία Πηγή και η προέκταση προς την άλλη κατεύθυνση, οδηγεί στο Κορύκειο Άνδρο.
Στη φωτογραφία Ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς.

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας και του τότε γνωστού κόσμου. Βρίσκεται στους Δελφούς. Θεωρείται ότι το σημείο όπου κτίστηκε ήταν ο ομφαλός της γης, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Δίας άφησε δύο αετούς, έναν προς την Ανατολή και έναν προς τη Δύση, συναντήθηκαν στους Δελφούς. Ήταν αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα. Η Πυθία ήταν το διάμεσο, με το οποίο επικοινωνούσε ο θεός, και έδινε τους χρησμούς, που καταγράφονταν και ερμηνεύονταν από τους ιερείς.
Η σημασία των χρησμών: Οι χρησμοί του Μαντείου είχαν μεγάλη σημασία για τον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο. Οι χρησμοί αυτοί, που η φύση τους μας έγινε γνωστή τόσο από επιγραφές όσο και από τα έργα αρχαίων συγγραφέων όπως ο Ηρόδοτος, αποτελούσαν για τον Ελληνικό κόσμο της εποχής νόμο, κάνοντας το Μαντείο ένα είδος ρυθμιστή για πολύ σημαντικά θέματα όπως πόλεμοι ή αποικισμοί, δίνοντάς του έτσι τεράστια δύναμη. Οι νόμοι για παράδειγμα της Σπάρτης, εισήχθησαν από τον Λυκούργο με το κύρος του Μαντείου, ενώ οι αποικίες στην κάτω Ιταλία ή τον Εύξεινο Πόντο ιδρύονταν αφού οι πόλεις το συμβουλεύονταν. Την περίοδο του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα, με την αύξηση της ανάγκης για νέες αποικίες το Μαντείο των Δελφών γνωρίζει και τη μεγαλύτερή του ακμή. Αυτές τιμούσαν τον Απόλλωνα σαν Αρχηγέτη, ενώ αρκετές έπαιρναν το όνομα Απoλλωνία.
Το Μαντείο είχε απήχηση και εκτός Eλληνικού κόσμου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι σημαντικοί ηγεμόνες της Μικράς Ασίας, όπως ο Μίδας, ο Γύγης, ο Αλυάττης και ο Κροίσος παραδέχτηκαν την υπεροχή του έναντι άλλων Μαντείων, το συμβουλεύτηκαν σε σημαντικές στιγμές της καριέρας τους και στη συνέχεια το αντάμειψαν με πλουσιότατα δώρα.

Η ανακάλυψη του αρχαίου Αγάλματος του Αντίνοου που βρέθηκε στους Δελφούς της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια ανασκαφής το 1894. (Εγχρωματισμένο). Από History Archeology and Works.

ΤΟ ΧΡΙΣΣΟ
Το Χρισσό είναι χωριό και Τοπική Κοινότητα του Δήμου Δελφών, της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας. Βρίσκεται πολύ κοντά και δυτικά των Δελφών, στους πρόποδες του Παρνασσού σε υψόμετρο 200 μ., πάνω από τον Ελαιώνα της Άμφισσας και σε μικρή απόσταση από την Άμφισσα και την Ιτέα, περίπου στο μέσον της διαδρομής μεταξύ των δύο πόλεων. Έχει πληθυσμό 750 κατοίκους (απογραφή 2011). Μέχρι το 1984 γραφόταν Χρυσό οπότε και καθιερώθηκε η σημερινή του γραφή εφόσον επικρατεί η άποψη πως η ονομασία του σχετίζεται με την αρχαία πόλη Κρίσσα που ήταν χτισμένη σ’ αυτή την περιοχή και όχι με το πολύτιμο μέταλλο. Το Χρισσό μαζί με τον Οικισμό της Μονής Προφήτη Ηλία συγκροτούν την Τοπική Κοινότητα Χρισσού με συνολικό πληθυσμό 743 κατοίκους.

Η ΔΕΣΦΙΝΑ
Η Δεσφίνα είναι ορεινή παραδοσιακή κωμόπολη χτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του βουνού Κίρφυς και σε υψόμετρο 680 μ.. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της Δεσφίνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ταυτότητά της, καθώς ενσωματώνει σύγχρονες υποδομές στον αναλλοίωτο παραδοσιακό χαρακτήρα της. Ο οικισμός έχει πραγματικό πληθυσμό 1.800 κατοίκους. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Δελφών.
Η Δεσφίνα κατοικήθηκε από την αρχαιότητα με την ονομασία Εχεδάμεια. Η Εχεδάμεια ήταν αρχαία πόλη, η οποία βρισκόταν περίπου στην περιοχή που σήμερα είναι κτισμένος ο οικισμός της Δεσφίνας.

Η ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ ΙΤΕΑ
Η Ιτέα είναι παραλιακή κωμόπολη της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας, με πληθυσμό 4.500 κατοίκους. Βρίσκεται στον Κρισαίο κόλπο (ή κόλπο της Ιτέας), στον Κορινθιακό. Πίσω από την πόλη απλώνεται το Κρισσαίο Πεδίο, έχοντας ως φόντο τη Γκιώνα και τον Παρνασσό, στις πλαγιές του οποίου διακρίνονται οι Δελφοί και το Χρισσό. Από την παραλία της Ιτέας, κοιτώντας προς τη θάλασσα, μπορεί κανείς να διακρίνει το Γαλαξίδι, όπως και την Πελοπόννησο. Η Ιτέα βρίσκεται νότια της Άμφισσας, βορειοανατολικά του Γαλαξιδίου, βορειοδυτικά της Δεσφίνας και νοτιοδυτικά των Δελφών, πόλεις με τις οποίες συνδέεται οδικά. Η Ιτέα διαθέτει φημισμένο παραθεριστικό θέρετρο.

Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
Ο Παρνασσός είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας που εκτείνεται στις Περιφερειακές Ενότητες Βοιωτίας Φθιώτιδας και Φωκίδας. Το βουνό οφείλει το όνομά του στον μυθικό ήρωα Παρνασσό, γιο του Ποσειδώνα και της νύμφης Κλεοδώρας ο οποίος είχε κτίσει πάνω στο βουνό μια πόλη. Έχει μέγιστο ύψος 2.457 μ., (υψηλότερη κορυφή η Λιάκουρα) και είναι ένα από τα υψηλότερα βουνά της Ελλάδας.
Στα βορειοδυτικά ενωνεται με τη Γκιώνα ενώ στα νότια συνδέεται με την Κίρφη. Ο Παρνασσός είναι άμεσα συνδεδεμένος με την Ελληνική ιστορία και μυθολογία, κυρίως για το γνωστότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας, το Μαντείο των Δελφών, το οποίο ήταν χτισμένο στους πρόποδες του βουνού, στην ομώνυμη περιοχή των Δελφών. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα οι Δελφοί, ο «ομφαλός της γης», αποτελεί πόλο έλξης χιλιάδων τουριστών από ολόκληρο τον κόσμο, προσδίδοντας με τη φήμη τους, αίγλη στον Παρνασσό.
Ονομασία: Σύμφωνα με την Eλληνική μυθολογία, το βουνό οφείλει το όνομά του στον ήρωα Παρνασσό, ο οποίος είχε κτίσει πάνω στο βουνό μια πόλη, η οποία καταστράφηκε από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τότε οι κάτοικοι της πόλης ακολουθώντας τις κραυγές των λύκων οδηγήθηκαν ψηλότερα στο βουνό για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό, όπου έχτισαν μια νέα πόλη την οποία ονόμασαν Λυκώρεια, που σημαίνει κραυγές των λύκων. Το όνομα αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα ελαφρώς παραλλαγμένο. Ο Παρνασσός παλαιότερα ονομαζόταν Λιάκουρα, που αποτελεί δημώδη ονομασία που συναντάται κυρίως στα κλέφτικα τραγούδια και προέρχεται από το Λυκώρεια. Επίσης έτσι ονομάζεται η υψηλότερη κορυφή του Παρνασσού.
Ιστορία: Η ίδρυση του Μαντείου των Δελφών, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Παρνασσού, προσέδωσε αίγλη στο βουνό από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, κάνοντάς το εξίσου ιερό στα μάτια των Ελλήνων με τον Όλυμπο. Ο Παρνασσός ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα και στις «Κωρυκειάδες νύμφες», οι οποίες ζούσαν στο Κωρύκειο άντρο πάνω στην Λυκώρεια, ενώ σε αυτόν ζούσαν και οι Μούσες. Σε αυτόν επίσης βρισκόταν η γνωστή Κασταλία πηγή. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ο Παρνασσός αποτελούσε τον προμαχώνα των Ελληνικών φύλων της νότιας Ελλάδας, έναντι των επιδρομέων από τον βορρά, με κορυφαίο γεγονός τη Μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. κατά των Περσών.
Το βουνό έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, αφού σε αυτό έλαβαν μέρος σπουδαίες μάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, κυρίως οι μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς.
Από το 1938, ο Παρνασσός αποτελεί εθνικό δρυμό της Ελλάδας, με τον πυρήνα του να καλύπτει έκταση 3.513 εκτάρια.}
Φωτογραφία: Παρνασσός, χαράδρα Βελίτσας (Βικιπαίδεια).

ΤΟ ΧΙΟΝΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ
Το Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού βρίσκεται στον Παρνασσό, κοντά στους Δελφούς, σε δύο κύριες περιοχές, τα Κελάρια και τον Φτερρόλακα. Αποτελείται από 19 χιονοδρομικές πίστες συνολικού μήκους 36 χλμ. με τη μεγαλύτερη να είναι 4 χλμ. Το υψηλότερο υψόμετρο του θέρετρου είναι στα 2.250 μ. και η βάση είναι στα 1.600 μ.. Το χιονοδρομικό κέντρο απέχει 180 χλμ. από την Αθήνα και 205 χλμ. από τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών.

Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
Ο Αθανάσιος Διάκος, μέχρι το 1959 ονομαζόταν Άνω Μουσουνίτσα, είναι χωριό και έδρα ομώνυμης τοπικής κοινότητας, που υπάγεται στο Δήμο Δελφών του Νομού Φωκίδας. Είναι κτισμένος σε υψόμετρο 1.050 μέτρων στις ανατολικές πλαγιές των Βαρδουσίων στην καρδιά της Ρούμελης. Ο πληθυσμός του σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 518 κάτοικοι. Η Τοπική Κοινότητα Αθανασίου Διάκου είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός ορεινός οικισμός.
Από τον Αθανάσιο Διάκο καταγόταν ο πατέρας του ήρωα της επανάστασης του 1821 Αθανασίου Διάκου. Το χωριό μετονομάστηκε από Άνω Μουσουνίτσα σε Αθανάσιο Διάκο το έτος 1959 σύμφωνα με φύλλο εφημερίδας της Κυβερνήσεως της εποχής. Στην πλατεία του χωριού δεσπόζει ο ανδριάντας του ήρωα της Επανάστασης Αθανασίου Διάκου, που εγκαταστάθηκε εκεί από τον Πλαστήρα το 1922 προς τιμήν της επετείου των 100 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, ώστε να τιμηθεί αφενός ο τόπος καταγωγής του ήρωα και αφετέρου μέρος των κατοίκων που μετείχε στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του Πλαστήρα ή Σειτάν Ασκέρ (το ασκέρι του διαβόλου), όπως ονομαζόταν από τους Τούρκους. Το χωριό προσεγγίζεται είτε μέσω Άμφισσας και Λιδωρικίου είτε μέσω Αμφίκλειας και Καλοσκοπής. Στον Αθανάσιο Διάκο υπάρχει από το 2009 Ιστορικό Μουσείο που στεγάζεται στο ανακαινισμένο κτίριο του χωριού (Φωτογραφία).

Ο ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ
Ο Πανουργιάς (προς τιμή του ομώνυμου οπλαρχηγού του 1821) είναι ορεινό χωριό της Δημοτικής Ενότητας Καλλιέων, του διευρυμένου Δήμου Δελφών, της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας, στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Είναι κτισμένος σε υψόμετρο 1060 μ. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.060 μέτρων στις πλαγιές της Γκιώνας και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Στερεάς Ελλάδας. Ο Πληθυσμός του είναι 196 κάτοικοι.
Ονομασία: Το χωριό ήταν γνωστό παλαιότερα και με την ονομασία Δρέμισα (το οποίο χρησιμοποιείται εξ ίσου και σήμερα μεταξύ των κατοίκων της Φωκίδας) μέχρι τη μετονομασία του το Φεβρουάριο του 1915. Έτσι ονομάστηκε πιθανόν από το τρέμω (τρέμισσα ντρέμισα, δρέμισσα), λόγω των συχνών σεισμών. Η θεωρία αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι αρχικά το χωριό ήταν χτισμένο ψηλά στην πλαγιά της Τούρλας και μετά από έναν μεγάλο σεισμό καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε χαμηλότερα. Η παλιά θέση του χωριού, γνωστού σήμερα ως Λάκκος, είναι ακόμα διάσπαρτη από οικοδομικούς λίθους. Η συγκεκριμένη θεωρία είναι και η επικρατέστερη. Η παράδοση επίσης σώζει το γεγονός ότι το χωριό πριν ονομαστεί Δρέμισσα ονομαζόταν Κοτρώνα, ίσως λόγω των πολλών βράχων που την περιτριγυρίζουν και τη γενικότερη τραχύτητα του τοπίου.
Ιστορία: Στο να καταφύγουν και να χτίσουν στο κάπως απόκρυφο και απόμερο μέρος το χωριό οι πρώτοι κάτοικοί του, ασφαλώς συνετέλεσε η καταπιεστική εποχή της Tουρκοκρατίας. Η παράδοση σώζει το γεγονός ότι στη Δρέμισσα δεν υπήρχε ποτέ μόνιμα Τούρκος τοποτηρητής. Αρχικά το χωριό είχε λιγοστές καλύβες και φαίνεται πως κάθε σπίτι ήθελε να έχει την πρωτοκαθεδρία πάνω από τα άλλα. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι των γύρω χωριών έλεγαν για τη Δρέμισσα: «Δώδεκα καλύβες, δέκα τρεις καπεταναίοι».
Ο Πανουργιάς είναι το χωριό των Μεγάλων Ηρώων της Ρούμελης στον αγώνα του ’21: Δημήτριου Ξηρού ή Πανουργιά, Νάκου Πανουργιά, Γιάννη Γκούρα, Μαμούρη και Παπα-Κώστα Τζαμάλα’. Καθιερώθηκε σαν εθνική γιορτή η επέτειος της μάχης της Ντρέμισσας στις 17 Μαΐου 1821, στην Αρβανιτόραχη. Η μάχη αυτή έπαιξε αποφασιστικό ρόλο, αφού έκρινε όλη την επανάσταση του 1821. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη.

ΤΟ ΓΡΑΦΙΚΟ ΧΩΡΙΟ ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ ή ΑΓΟΡΙΑΝΗ
Ο Επτάλοφος ή Αγόριανη είναι γραφικό χωριό του Δήμου Δελφών της Δημοτικής Ενότητας Παρνασσού, στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας με πληθυσμό 461 κατοίκους (απογραφή 2011). Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 830 μ. στις βορειοανατολικές πλαγιές του Παρνασσού. Μέχρι το 1927 ονομαζόταν Άνω Αγόριανη, οπότε και μετονομάστηκε σε Επτάλοφος. Ο Επτάλοφος γνωρίζει μεγάλη τουριστική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια λόγω της μικρής απόστασης που τον χωρίζει από τα χιονοδρομικά κέντρα του Παρνασσού, όπως επίσης και λόγω της θέσης του μέσα σε ελατοδάσος. Κατά τους χειμερινούς μήνες είναι πολύ συνηθισμένη η χιονόστρωση μέσα στον οικισμό. Η ανάπτυξη της περιοχής τουριστικά, έχει συγκρατήσει τον πληθυσμό στον Επτάλοφο ο οποίος μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες σημειώνει ελαφριά αύξηση. Ο καταρράκτης της Αγόριανης βρίσκεται κοντά στην κεντρική πλατεία του χωριού.
Ιστορία: Το χωριό υπέστη μεγάλες καταστροφές κατά την Κατοχή από τους Γερμανούς κατακτητές, οι οποίοι τον Οκτώβριο του 1943 έκαψαν σχεδόν ολοσχερώς το χωριό ως αντίποινα για τη δράση ανταρτών στην περιοχή. Από τα 184 σπίτια που είχε τότε το χωριό κάηκαν τα 146 ενώ εκτελέστηκαν συνολικά 17 άμαχοι, οι 7 από τους οποίους ανήκαν στην ίδια οικογένεια.

Η ΛΙΛΑΙΑ
Η Λιλαία είναι χωριό της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας και Τοπική Κοινότητα της Δημοτικής Ενότητας Παρνασσού, του Δήμου Δελφών. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 330 μ. στο λεκανοπέδιο του ποταμού Κηφισού κοντά στους πρόποδες του Παρνασσού. Ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 332 κάτοικοι. Μέχρι το 1920 ονομαζόταν Κάτω Αγόριανη, οπότε και μετονομάστηκε σε Λιλαία, λόγω της αρχαίας Φωκικής πόλης Λιλαίας που βρισκόταν σε αυτή την περιοχή. Πολύ κοντά στην Λιλαία βρίσκονται οι πηγές του ποταμού Κηφισού.
Το χωριό υπέστη μεγάλες καταστροφές από τους Γερμανούς κατακτητές οι οποίοι τον Οκτώβριο του 1943 το έκαψαν σχεδόν ολοσχερώς, με αφορμή την περισυλλογή Αμερικανών τραυματισμένων πιλότων από τους κατοίκους του χωριού και από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Από τα 160 σπίτια που είχε τότε το χωριό κάηκαν τα 150 ενώ εκτελέστηκαν συνολικά 11 άμαχοι.
Η αρχαία Λιλαία: Η Λιλαία ήταν αρχαία Φωκική πόλη, από τις ισχυρότερες της αρχαίας Φωκίδας. Ήταν κτισμένη στις βόρειες υπώρειες του Παρνασσού. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο στον κατάλογο των Νεών. Ήταν μία από τις εννιά Φωκικές πόλεις που είχαν συμμετάσχει στον Τρωικό πόλεμο. Η Λιλαία βρισκόταν κοντά στις πηγές του ποταμού Κηφισού δίπλα στις οποίες υπήρχε ιερό αφιερωμένο στην Αρτέμιδα. Εκεί λατρευόταν και ο θεοποιημένος ποταμός. Οι κάτοικοί της πίστευαν ότι το νερό της Κασταλίας πηγής στους Δελφούς ήταν δώρο του Κηφισού, γι’ αυτό ορισμένες μέρες το χρόνο έριχναν στην πηγή γλυκίσματα και πίστευαν ότι αυτά αναφαίνονταν στην Κασταλία κρήνη. Η ευρύτερη περιοχή της Λίλαιας κατοικήθηκε από την 3η χιλιετία π.Χ.. Ο Ηρόδοτος δεν την αναφέρει στις πόλεις που κατέστρεψαν οι Πέρσες, πιθανόν γιατί εκείνη την περίοδο ανήκε στους γειτονικούς Δωριείς της Δωρίδας ή γιατί ήταν αδύνατη η κατάληψη της πόλης λόγω των πολύ ισχυρών τειχών που διέθετε. Η πόλη αναφέρεται επίσης από τον Στράβωνα, τον Παυσανία, τον Πτολεμαίο και τον Πλίνιο. Η Λιλαία καταστράφηκε κατά τον Γ΄ Ιερό Πόλεμο από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας το 346 π.Χ., αλλά ξαναχτίστηκε τα επόμενα χρόνια. Από την αρχαία Λιλαία σώζονται σήμερα σε καλή κατάσταση τα τείχη της πόλης, τα οποία διακρίνονται σε δύο φάσεις, μία πριν τη Μακεδονική κατάκτηση και μία μετά. Επρόκειτο για ισχυρά τείχη, ενισχυμένα κατά τόπους με οχυρωματικούς πύργους. Στην περίοδο της Λατινοκρατίας ορισμένα τμήματα οχυρώθηκαν ξανά. Στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της περιοχής συγκαταλέγεται και ο ερειπωμένος σήμερα ναός του Αγίου Χριστοφόρου της Παναγίας Ελεούσας, που κτίστηκε με επανάχρηση αρχιτεκτονικών μελών του αρχαϊκού ναού κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο.

Η ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΣ ή ΣΟΥΒΑΛΑ
Η Πολύδροσος ή Σουβάλα είναι κεφαλοχώρι του Παρνασσού στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας και υπάγεται διοικητικά στη Δημοτική Ενότητα Παρνασσού του διευρυμένου Δήμο Δελφών. Βρίσκεται κτισμένη σε υψόμετρο 380 μ. στις βορειοανατολικές πλαγιές του Παρνασσού. Ο πληθυσμός της είναι 1.150 κάτοικοι. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν και επίσημα Σουβάλα, οπότε και μετονομάστηκε σε Πολύδροσος, αν και όλοι οι ντόπιοι χρησιμοποιούν το πρώτο όνομα. Ανάμεσα στην Πολύδροσο και στο γειτονικό χωριό Λιλαία βρίσκονται οι πηγές του Κηφισού.
Η προέλευση της ονομασίας Σουβάλα προέρχεται από το σλαβικό Suvala, που σημαίνει έλος, και που είχε διαδοθεί σαν προσηγορικό κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο. Εξ αυτού εξάγεται με βεβαιότητα ότι η συνώνυμη τοπονομασία αναφέρεται αρχικά στο μεγάλο βάλτο, που σχηματιζόταν άλλοτε μεταξύ των πηγών του Κηφισσού, στην Αλεγούσα, γνωστός σαν Βάλτος της Αγόριανης, που καταβασάνιζε για αιώνες τους ανθρώπους της περιοχής, μέχρι και της νεότερες γενεές, και έγινε η αιτία να πλάσει ο λαός τοπικές παραδόσεις για στοιχειά και δαίμονες, που κυνηγούσαν τάχα τους διαβάτες τη νύχτα και που στην πραγματικότητα ήταν τα απειράριθμα κουνούπια και τα υδρόβια ζώα.
Ιστορία: Στην περιοχή, από τους ομηρικούς χρόνους υπήρχε η Φωκική πόλη Λιλαία. Η πόλη συνέχισε να κατοικείται ως τον Μεσαίωνα οπότε και χτυπήθηκε από ισχυρό σεισμό. Έτσι οι κάτοικοι μετακόμισαν ανατολικότερα. Για αυτό η λαϊκή παράδοση θέλει τους Σουβαλιώτες να είναι συνεχιστές της Λιλαιας, παρ’όλο που αυτή υπάρχει ακόμα ως πολύ μικρός πλέον οικισμός.
Το πιο επιβλητικό απομεινάρι, που μας θυμίζει τον παλαιό οικισμό της Σουβάλας, είναι αναμφίβολα η βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Ελεούσας. Μετά την καταστροφή που έπαθε η Άνω Σουβάλα από το σεισμό του 1870, οι Σουβαλιώτες κατεβαίνουν στον κάμπο και συγκροτούν την Τρίτη Σουβάλα, τη σημερινή Σουβάλα. Στη θέση αυτή φαίνεται ότι και πριν από την επανάσταση είχε επεκταθεί ο αρχικός οικισμός από τα δυτικά.
Η Σουβάλα συνέχισε να επεκτείνεται κι έτσι σήμερα αποτελεί κεφαλοχώρι της περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη δυτική πλευρά της Σουβάλας στη θέση Μαντάμια, βρίσκεται ερειπωμένο πλέον το παλαιό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο που δημιουργήθηκε το 1924, το οποίο υπήρξε από τα σημαντικότερα μνημεία της πρώιμης βιομηχανικής περιόδου στην Ελλάδα, καθώς ήταν το μοναδικό στην ευρύτερη περιοχή. Το ρεύμα που παράγονταν εκεί ήταν εναλλασσόμενο υψηλής τάσης και μέσω κατάλληλης εναέριας γραμμής καλωδίων μεταφερόταν στο εργοστάσιο της Πολυδρόσου όπου εκεί μετατρέπονταν για τον ηλεκτροφωτισμό. Η άνω και η κάτω Πολύδροσος ήταν από τα λίγα ορεινά χωριά εκείνης της περιόδου που είχαν φωτισμό χάρη στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, κάτι το οποίο αποτελούσε προνόμιο για τους κατοίκους κάνοντας τους υπερήφανους για το πλεονέκτημα που κατείχαν για την τότε εποχή.
Τουρισμός: Η Πολύδροσος τα τελευταία χρόνια έχει σημαντική τουριστική ανάπτυξη, λόγω της μικρής απόστασης που τη χωρίζει από το Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού. Επίσης βρίσκεται πολύ κοντά στο γραφικό χωριό της Αγόριανης.

Ο ΔΗΜΟΣ ΔΩΡΙΔΟΣ
Ο Δήμος Δελφών έχει έκταση 1006,95 τ. χλμ. και πληθυσμό 13.627 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Έδρα του δήμου είναι το Λιδωρίκι.
Δήμαρχος Δήμου Δωρίδος: Γεώργιος Καπεντζώνης
Ο Δήμος διαιρείται στις εξής 4 Δημοτικές Ενότητες: Βαρδουσίων, Ευπαλίου, Λιδωρικίου και Τολοφώνος, οι οποίες συνολικά περιλαμβάνουν 55 Τοπικές Κοινότητες και 86 Οικισμούς (σε παρένθεση αναγράφονται οι συστατικοί Οικισμοί της κάθε Κοινότητας):
1. ΔΕ Βαρδουσίων: Περιλαμβάνει τις Τοπικές Κοινότητες Αλποχωρίου (Αλποχώρι), Αρτοτίνας (Αρτοτίνα), Διχωρίου (Διχώρι), Ζωριάνου (Ζωριάνος), Κερασεών (Κερασιές), Κοκκίνου (Κόκκινο), Κουπακίου (Κουπάκι), Κριατσίου (Κριάτσι), Κροκυλείου (Κροκύλειο), Πενταγιών (Πενταγιοί), Περιβολίου (Περιβόλι), Τριστένου (Τρίστενο), Υψηλού Χωρίου (Υψηλό Χωριό).
2. ΔΕ Ευπαλίου: Περιλαμβάνει τις Τοπικές Κοινότητες Δροσάτου (Δροσάτο, Πευκάκι), Ευπαλίου (Γρηγορίτικα, Ευπάλιο), Κάμπου (Κάμπος, Παλαιόμυλος), Καστρακίου (Καστράκι), Κλήματος Ευπαλίου (Κλήμα, Πηγή), Μαλαμάτων (Αγιος Πολύκαρπος, Μαλάματα), Μαναγούλης (Λόγγος, Μανάγουλη, Χιλιαδιού), Μαραθιάς (Μαραθιά), Μοναστηρακίου (Μαγούλα, Μοναστηράκι, Σκάλωμα), Παλαιοξαρίου (Παλαιοξάρι), Ποτιδάνειας (Ποτιδάνεια), Πύργου (Πύργος), Σεργούλας (Παλαιοχώρι, Παραλία Σεργούλας, Σεργούλα), Τειχίου (Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βαρνακόβης, Τείχιο), Τρικόρφου (Τρίκορφο), Φιλοθέης (Φιλοθέη).
3. ΔΕ Λιδωρικίου: Περιλαμβάνει τις Τοπικές Κοινότητες Αβόρου (Αβορος), Αμυγδαλιάς (Αμυγδαλιά), Βραΐλας (Βραΐλα), Δάφνου (Δάφνος), Διακοπίου (Διακόπι), Δωρικού (Δωρικό), Καλλίου (Κάλλιο, Κλήμα, Τριβίδι), Καρουτών (Καρούτες), Κονιάκου (Κονιάκος), Λευκαδιτίου (Λευκαδίτι), Λιδωρικίου (Λιδωρίκι), Μαλανδρινού (Μαλανδρίνο), Πενταπόλεως (Αιγίτιο, Λεύκα, Παλαιόκαστρο, Πεντάπολη, Σκαλούλα), Περιθιωτίσσης (Περιθιώτισσα), Στίλιας (Στίλια), Συκέας (Συκέα), Σωταίνης (Σώταινα).
4. ΔΕ Τολοφώνος: Περιλαμβάνει τις Τοπικές Κοινότητες Γλυφάδας (Γλυφάδα, Δαφνοχώρι), Ελαίας (Αγιος Ιωάννης [νησίδα], Ελαία), Ερατεινής (Ερατεινή), Καλλιθέας (Αγία Ειρήνη, Αγιος Νικόλαος, Αγιος Νικόλαος [νησίδα], Αγιος Σπυρίδωνας, Καλλιθέα, Κλοβινός, Πρασούδι [νησίδα], Φλαμπουράκια), Μακρινής (μακρινή), Μηλέας (Μηλέα), Πανόρμου (Ορμος Λεμονιάς, Πάνορμος), Τολοφώνος (Παραλία Τολοφώνος, Τολοφώνας), Τριζονίων (Σπηλιά, Τριζόνια [νησίδα], Χάνια).
ΤΟ ΛΙΔΩΡΙΚΙ
Το Λιδωρίκι είναι παραδοσιακό κεφαλοχώρι της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας. Σήμερα είναι πρωτεύουσα του Δήμου Δωρίδος. Έχει πληθυσμό 1.012 κατοίκους. Το Λιδωρίκι είναι κτηνοτροφικό κυρίως κέντρο και οι κάτοικοί του, όσοι απέμειναν από τη μετανάστευση, ασχολούνται με την κτηνοτροφία, παράγοντας εξαιρετικής ποιότητας τυροκομικά προϊόντα και κρέατα. Το Λιδωρίκι και η γύρω περιοχή (Πλέσσα, Μαλανδρίνο, Λευκαδίτι, Καρούτες, Βουνιχώρα κ.α.), φημίζονται για τα ψητά τους.
Ονομασία: Η ονομασία του σχετίζεται με τους αρχαίους Δωριείς. Ως Λιδωρίκι αναφέρεται για πρώτη φορά στους επισκοπικούς καταλόγους της εποχής του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (886-912 μ.Χ.), κατά την οποία υπήρχε η Επισκοπή Λιδωρικίου, που υπαγόταν στη Λάρισα. Ίχνη των αρχαίων οικισμών του βρίσκονται στο Παλιοχώρι, στα Καλτεζιά και στον Τραγουδάκη, όπου εντοπίζονται οι παλαιές θέσεις κατοίκησης.
Γεωγραφία: Βρίσκεται στην Γκιώνα σε υψόμετρο 700 μ. βρέχεται από την Λίμνη του Μόρνου. Δυτικά και 15 χλμ. από το Λιδωρίκι, βρίσκεται το φράγμα της τεχνητής λίμνης του ποταμού Μόρνου, που δημιουργήθηκε για την ύδρευση της Αθήνας – Αττικής κ.λ.π.. Ακριβώς κάτω από το Λιδωρίκι διέρχεται η μεγαλύτερη σήραγγα της Ελλάδας (μήκους 16,5 χλμ.), που διατρυπά τον όγκο της Γκιώνας και εξέρχεται πάνω από το φρούριο της Άμφισσας, από την οποία διέρχεται το κανάλι μεταφοράς του νερού της λίμνης προς την Αττική.
Ιστορία: Το Λιδωρίκι υπήρξε ανέκαθεν κέντρο κάθε επαναστατικής εξέγερσης, ενώ κατά την Τουρκοκρατία, καταστράφηκε αρκετές φορές από τους Τούρκους. Κέντρο δράσης του Αθανασίου Διάκου, Σκαλτσοδήμου, Σιαφάκα, Οδ. Ανδρούτσου, Γ. Καραϊσκάκη κ.ά. οπλαρχηγών. Σε σπίτι που υπήρχε στη συνοικία Βαρούσι, φυλακίσθηκε ο Αθανάσιος Διάκος από τους Τούρκους, απ’ όπου δραπέτευσε και έγινε στη συνέχεια ο γνωστός ηρωικός οπλαρχηγός. Το 1943 λεηλατήθηκε από τους Ιταλούς, ενώ την 29/30-8-1944 πυρπολήθηκε ολοσχερώς από τους Γερμανούς, λόγος για τον οποίον χαρακτηρίσθηκε Μαρτυρική Κωμόπολη. Το 1949 υπήρξε το επίκεντρο φονικών μαχών του εμφυλίου πολέμου.
Αξιοθέατα: Ως αξιοθέατα διαθέτει τον Άγιο Γεώργιο, την Παναγία Ζωοδόχου Πηγής, αλλά και το Αρχαιολογικό και Λαογραφικό Μουσείο. Επίσης το φράγμα και τη λίμνη του Μόρνου. Το φρούριο και τα υπολείμματα της αρχαίας Καλλίπολης που καταστράφηκε το 279 π.Χ. από τους Γαλάτες, (ό,τι διασώθηκε από τα νερά της λίμνης Μόρνου). Την τεράστια πηγή (βελούχι) του Καλλίου, τη μονή και το σπήλαιο της Αρσαλής και τον σχεδόν κάθετο γκρεμό της Γκιώνας (1.100 μ.), η «Πλάκα», ονομαστό αναρριχητικό πεδίο με αρνητική κλίση, που βρίσκονται κοντά στο χωριό Συκιά.
Αξιοθέατα είναι επίσης και τα περισσότερα χωριά του, όπως οι Καρούτες (όπου την 5/8/1944 υπέστησαν πανωλεθρία από τις αντιστασιακές δυνάμεις 250 κατακτητές Γερμανοί), το Κροκύλειο (η ιδιαίτερη πατρίδα του Στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη), οι Πενταγιοί (η πατρίδα της Μαρίας της Πενταγιώτισσας), η Αρτοτίνα (η πατρίδα του Αθανασίου Διάκου) κ.ά., χωριά που είναι και πολύ ιστορικά και πολύ γραφικά και βρίσκονται κοντά σε πυκνά δάση και ποταμάκια.

Η ΑΡΤΟΤΙΝΑ
Η Αρτοτίνα είναι ορεινό χωριό και Τοπική Κοινότητα της Δημοτικής Ενότητας Βαρδουσίων του Δήμου Δωρίδας, στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας. Είναι χτισμένη σε πλαγιά, στους πρόποδες του βουνού Κόρακα (Βαρδούσια) και σε υψ. 1.350 μ.. Ο πληθυσμός της Κοινότητας, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, είναι 174 κάτοικοι.
Απέναντι από τον οικισμό της Αρτοτίνας, στα ανατολικά ορθώνεται, σχεδόν κατακόρυφα, ο κύριος όγκος του ορεινού συγκροτήματος των Βαρδουσιών, η οροσειρά του Κόρακα. Μια από τις πιο ψηλές κορυφές του ορεινού όγκου, η υψηλότερη από αυτές που βρίσκονται απέναντι από την Αρτοτίνα, ονομάζεται Πυραμίδα και έχει υψ. 2.350 μ.. Πολλά σημεία του βουνού είναι κατάλληλα για ορειβασία. Ορισμένες από τις δυτικές κορυφές είναι προσβάσιμες και από την Αρτοτίνα. Ο ορεινός όγκος είναι καλά ορατός από το χωριό και ιδίως την πλατεία του χωριού. Εξ αυτού του λόγου, η Αρτοτίνα αναφέρεται πολλές φορές ως «μπαλκόνι των Βαρδουσίων».
Η Αρτοτίνα βρίσκεται σε απόσταση περίπου 310 χλμ. από την Αθήνα, 115 χλμ. από την Άμφισσα και 85 χλμ. από τη Ναύπακτο, ενώ έχει πρόσβαση και από την περιοχή της Λαμίας. Ένα σημαντικό αξιοθέατο του χωριού είναι η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου – το μοναστήρι στο οποίο καλογέρεψε ο Αθανάσιος Διάκος, προτού ξεχυθεί στο αρματολίκι. Μέχρι και σήμερα σώζεται το κελί στο οποίο μόνασε ο ήρωας. Έξω ακριβώς από το κελί του Αθανάσιου Διάκου, η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος εντοίχισε το 1930 μαρμάρινη επιγραφή «Εντάυθα εμόνασε το τέκνον της Αρτοτίνης, ο Αθανάσιος Διάκος».
Σήμερα στην Αρτοτίνα εκτός από τον ναό του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία του χωριού, λειτουργούν ακόμα 14 ξωκλήσια. Επίσης, στην Αρτοτίνα λειτουργεί το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αρτοτίνας, το οποίο ήταν το αρχοντικό οπλαρχηγού Σαφάκα που κτίστηκε το 1810, ανακαινίστηκε το 1860 και το 1975 δόθηκε από τους κληρονόμους του στην κοινότητα για να στεγαστεί το μουσείο. Στο παλαιό κτίριο του σχολείου που έχει συντηρηθεί, σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Αθανασίου Διάκου ενώ στην πλατεία έχει στηθεί η προτομή του από το 1930. Στήλες έχουν στηθεί στα σπίτια που γεννήθηκαν ο Διάκος και ο Σκαλτσοδήμος. Ο τάφος του γιου του, Αντρίτσου Σαφάκα, βρίσκεται μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας.
Τα σπίτια του χωριού είναι κυρίως πετρόχτιστα, δίπατα, με κεραμοσκεπές και τα παλιότερα, με παραδοσιακές σκεπές, από σχιστόλιθο (στερφογάλαρα), που οι ντόπιοι τεχνίτες έδιναν το χαρακτηριστικό ύφος της Αρτοτίνας. Στην Αρτοτίνα, υπάρχουν πάνω από 50 πηγές. Η Αρτοτίνα υπήρξε κατεξοχήν κτηνοτροφικό χωριό και λιγότερο γεωργικό, λόγω της γεωφυσικής θέσης της. Το 1941 η Αρτοτίνα είχε περίπου 33.000 αιγοπρόβατα και 11.000 οικόσιτα. Αξίζει να επισημανθεί ότι παλαιότερα υπήρχαν μεγάλες καλλιέργειες σε όσπρια, κρασί, καλαμπόκι. Η ξυλεία της άφθονη από τα γύρω δάση.
Ιστορία-Ονομασία: Για την ονομασία της Αρτοτίνας η επικρατέστερη εκδοχή είναι πως σημαίνει Νέα Αρτα και κατοικήθηκε γύρω στο 1585 από διωχθέντες Ηπειρώτες. H Αρτοτίνα στην επανάσταση του 1821 άργησε να ελευθερωθεί, εξαιτίας της ισχυρής Τουρκικής φρουράς της και τελικά αυτό έγινε από τον Κίτσο Τζαβέλα το 1828.

ΟΙ ΠΕΝΤΑΓΙΟΙ ή ΠΕΝΤΑΓΙΟΥ
Το χωριό της Μαρίας Πενταγιώτισσας
Οι Πενταγιοί Φωκίδος ή Πενταγιού, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, είναι ορεινό χωριό της τέως επαρχίας Δωρίδας. Βρίσκεται κτισμένο σε υψόμετρο 950 μ. και σε απόσταση 80 χλμ. ΒΔ από την πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας, Άμφισσα. Αποτελεί την Τοπική Κοινότητα Πενταγιών και υπάγεται διοικητικά στην Δημοτική Ενότητα Βαρδουσίων του Δήμου Δωρίδος. Έχει μόνιμο πληθυσμό 246 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Το χωριό είναι χτισμένο σε πλαγιά με θεά προς την ανατολή την κορυφογραμμή των Βαρδουσίων, ενώ τη δύση οριοθετεί το Ξεροβούνι.
Ιστορία: Το χωριό που συνδέεται με τον θρύλο της Μαρίας της Πενταγιώτισσας, ιδρύθηκε το 16ο αιώνα. Η ονομασία ίσως προήλθε από τους πέντε προστάτες αγίους του, ή από τους πέντε δρόμους που ξεκινούν ακτινωτά από την Πενταγιού προς τα γύρω χωριά, ενώ κατά το μελετητή Ιωάννη Παπαγεωργίου, πήρε το όνομά του από τους πέντε αδερφούς (πέντε γιους) Καμπεραίους που πρωτοεγκαταστάθηκαν στο χωριό.
Κατά τον ιστορικό Δημήτρη Σταμέλο, στο σύγγραμμά του «Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία», το όνομα των Πενταγιών προήλθε από την επιτόπιο θανάτωση κατά τους διωγμούς Διοκλητιανού και Μαξιμιλιανού το 288 μ.Χ. πέντε νεαρών ατόμων, του Ευστρατίου, του Αυξεντίου, του Ευγενίου, του Μαρδαρίου και του Ορέστη λόγω των χριστιανικών τους πεποιθήσεων, οι οποίοι μετά την επικράτηση του χριστιανισμού ανακηρύχθηκαν Άγιοι. Προφανώς το χωριό λεγόταν αρχικώς «Πεντάγιοι» και αργότερα κατά παραφορά Πενταγιοί.
Όταν το 1826, μετά την έξοδο του Μεσολογγίου, μία ομάδα αγωνιστών κατέφυγε στους Πενταγιούς, ο Μουσταφάμπεης με δύο χιλιάδες Τούρκους χτύπησε το χωριό. Έλληνες αγωνιστές με επικεφαλής τους Ράγκο και Τσόγκα τους καταδίωξαν προς τον ποταμό Κόκκινο όπου και νικήθηκαν από τον οπλαρχηγό Σκαλτσοδήμο στον ρύακα του Κόκκινου ποταμού, στην τοποθεσία που αποκαλείται μέχρι σήμερα «Τουρκόρεμα».
Το χωριό σήμερα: Κύρια ασχολία των κατοίκων η γεωργία και η κτηνοτροφία. Η πλούσια πανίδα της περιοχής έχει καταστήσει τους Πενταγιούς κέντρο συγκέντρωσης κυνηγών και ορειβατών. Σήμερα υπάρχουν δύο παραδοσιακοί ξενώνες που λειτουργούν όλο τον χρόνο.
Αξιοθέατα: Η πλακόστρωτη πλατεία του χωριού, με έναν πλάτανο να δεσπόζει στη μέση. Η εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, με το ξυλόγλυπτο τέμπλο, δίπλα στην πλατεία. Το παλιό Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, δύο χιλιόμετρα από τους Πενταγιούς, που λειτουργεί τουλάχιστον από το 1416. Η «μεγάλη βρύση», χώρος αναψυχής στο «κάτω χωριό» με πέντε πηγές και παιδική χαρά. Η «βρύση του Μαστρογιάννη» και τα «Τσωραίικα Πλατάνια», όπου λειτουργούσε παλιά η «πάνω πλατεία» του χωριού. Τα ορειβατικά μονοπάτια που οδηγούν στα εξωκλήσια. Το παραδοσιακό πανηγύρι στην πλατεία του χωριού, στις 26 και 27 Ιουλίου, στη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα. Το «Ρουμελιώτικο αντάμωμα» που διοργανώνεται από τον Δήμο Βαρδουσίων. Ένα ολοήμερο παραδοσιακό ρουμελιώτικο γλέντι, κάθε καλοκαίρι το Σάββατο μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Αρχοντικά Μαρίας Πενταγιώτισσας και Δημήτρη Τουρκάκη (Παπαγεωργίου).
Μαρία Πενταγιώτισσα: Η Μαρία Δασκαλόπουλου, γνωστότερη ως Μαρία η Πενταγιώτισσα ή Μαρίτσα Πενταγιώτισσα, (1821-1885) ήταν Ελληνίδα καλλονή, θρυλική για την ομορφιά της αφενός και για τα ερωτικά της σκάνδαλα αφετέρου, που έδρασε την εποχή της βασιλείας του Όθωνα στην ορεινή Φωκίδα. Το όνομα Πενταγιώτισσα το όφειλε στον τόπο καταγωγής της, από το χωριό Πενταγιοί. Η ιστορία της αποτέλεσε πηγή έμπνευσης θεατρικών έργων, κινηματογραφικών ταινιών, αλλά και ποιημάτων.

ΤΟ ΠΕΥΚΑΚΙ
Το Πευκάκι ή Πευκάκιον, είναι πεδινό χωριό της Τοπικής Κοινότητας Δροσάτου, του δήμου Δωρίδος στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας, χτισμένο σε υψόμετρο 100 μ.. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει πληθυσμό 150 κατοίκους, ενώ ως Κοινότητα Δροσάτου 199 κατοίκους.
Το Πευκάκι βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του νομού, βόρεια από τον χείμαρρο Μαντίλω που καταλήγει στον ποταμό Μόρνο. Το χωριό είναι κτισμένο δίπλα στον επαρχιακό δρόμο Τερψιθέας – Σπαρτιάς, αμέσως μετά το Ευπάλιο και νότια του Δροσάτου, από το οποίο ξεκίνησαν οι πρώτοι του κάτοικοι. Απέχει 12 χλμ. από τη Ναύπακτο και 94 χλμ. από την Άμφισσα. Άρχισε να κτίζεται το 1910 με την αρχική ονομασία Παλιόχανο (Παλαιόχανον) και το 1956 μετονομάσθηκε σε Πευκάκι. Το όνομά του το πήρε από ένα πευκάκι που υπήρχε στο κέντρο του οικισμού.
Αξιοθέατα: Κοντά στο κέντρο του χωριού βρίσκεται η εκκλησία του πολιούχου Άγιου Κωνσταντίνου και στο προαύλιό της υπάρχει ο ανδριάντας του ευεργέτη του Δροσάτου και του Ευπαλίου Νικολάου Κουβέλη. Ανάμεσα στο Πευκάκι και το Δροσάτο, στη θέση «Καραμπάσι», βρίσκονται ερείπια κατοικιών και ενός πύργου από παλιό Τούρκικο οικισμό. Στη θέση «Μπαρκόρεμα» σώζονται λιθόκτιστα πηγάδια, μια βρύση καθώς και τα υπολείμματα ενός ναού αφιερωμένου στον Προφήτη Ηλία.

ΤΟ ΕΥΠΑΛΙΟ
Το Ευπάλιο είναι ένα μεγάλο χωριό και Δημοτική Ενότητα του Δήμου Δωρίδος, της Περιφερειακής Ενόιτητας Φωκίδας με πληθυσμό 707 κατοίκους. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά όρια με την Περιφερειακή Ενότητα Αιτωλοακαρνανίας, στο δρόμο που οδηγεί από τη Ναύπακτο στην ορεινή Δωρίδα και Ναυπακτία. Απέχει περίπου 10 χλμ. από τη Ναύπακτο και 66 χλμ. από το Λιδωρίκι (μέσω Ερατεινής) την έδρα του Δήμου Δωρίδας. Μαζί με τον Οικισμό Γρηγορίτικα συγκροτούν την Τοπική Κοινότητα Ευπαλίου με συνολικό πληθυσμό 773 κατοίκους.
Το χωριό είναι κτισμένο σε κατάφυτη περιοχή και μέσα από αυτό περνάει ο χείμαρρος Μαντήλω που καταλήγει δυτικότερα στον ποταμό Μόρνο και οι όχθες του είναι γεμάτες από πανύψηλα πλατάνια. Έχει πολλές πηγές και άφθονα υπόγεια νερά.
Ιστορία-Ονομασία: Tο Ευπάλιο στην αρχαιότητα αποτελούσε πόλη των Οζολών Λοκρών και αναφέρεται πρώτη φορά από τον Θουκυδίδη κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Για την προέλευση του ονόματος υπάρχουν δύο εκδοχές: η πρώτη αναφέρει ότι προέρχεται από το Ευ (καλός) + πάλη, δηλαδή ότι το Ευπάλιο έβγαζε καλούς παλαιστές, ενώ η δεύτερη από το Ευ (καλός) + πόλιον (μικρή πόλη), γιατί στην αρχαία ιστορία αναφέρεται ως Ευπόλιον. Στη νότια άκρη του χωριού και στην ανατολική πλευρά του λόφου «Γύρος» ή «Παλαιόκαστρο» έχουν βρεθεί ερείπια οικισμού, ενώ στην νότια πλαγιά του ερείπια αρχαίου νεκροταφείου γι’ αυτό και η περιοχή από το 2001 έχει ανακηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος.
Ο σημερινός οικισμός του Ευπαλίου, κτίσθηκε από τους κατοίκους της Άνω και Κάτω Καρυάς και το αρχικό του όνομα, από την Τουρκοκρατία και μέχρι το 1907, ήταν Σουλές ή Σ’ λές για τους ντόπιους. Λίγα χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ο Γάλλος πρόξενος Ιωαννίνων Πουκεβίλ, επισκέφθηκε την περιοχή και αναφέρει στο βιβλίο του Ταξίδιον εις Ελλάδα ότι στον Σουλέ ζούσαν 15 οικογένειες.
Η απελευθέρωση: Η απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους ολοκληρώθηκε στις 2 Μαΐου 1829 με την απελευθέρωση της Ναυπάκτου. Το 1846 και το 1865 στην κοιλάδα του Σουλέ, δόθηκαν στους Αγωνιστές της Επανάστασης ως αποκατάσταση («Εθνικαί γαίαι») στην σημερινή περιοχή Απάνω Κάμπος που μετεγκαταστάθηκαν από την Άνω και Κάτω Καρυά, το Άνω Παλιοξάρι (Ποτιδάνεια) και άλλες κοντινές περιοχές. Έτσι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και να χτίσουν τον οικισμό που υπάρχει μέχρι σήμερα, επεκτείνοντας τον αρχικό οικισμό του Σουλέ και δίνοντάς του το αρχαίο όνομα, Ευπάλιο.
Αξιοθέατα: Στην είσοδο του χωριού υπάρχει το Λαογραφικό Μουσείο Ευπαλίου, δωρεά του καθηγητή ιατρικής Χαράλαμπου Σμπαρούνη και της συζύγου του Αντιγόνης. Λειτουργεί από το 1996 που ιδρύθηκε και στις αίθουσές του φυλάσσονται αξιόλογα παραδοσιακά αντικείμενα. Το Ευπάλιο έχει τρεις πλατείες, την πλατεία Καρυάς (κεντρική), την πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου και την πλατεία Αθανασίου Διάκου. Στο κέντρο του χωριού από το 1912 υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, κέντρο κοινωνικής, θρησκευτικής και εθνικής ζωής των κατοίκων του Ευπαλίου. Υπάρχουν αρκετά εξωκλήσια στην περιοχή, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα στην Καρυά και το Βυζαντινό εκκλησάκι του Αϊ Γιάννη (Ι. Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου) που από το 1995 έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Αποτελούσε το καθολικό παλιάς μονής (Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου) και «έχει το σχήμα ελεύθερου σταυρού, με νάρθηκα και στεγάζεται με τρουλοκαμάρα. Διατηρεί σημαντικό τοιχογραφικό διάκοσμο“.
Φωτογραφία: Το Ευπάλιο βράδυ όπως φαίνεται από το Παλιόχανο (Πευκάκι).

Ο ΜΑΡΑΘΙΑΣ
Ο Μαραθιάς είναι ψαροχώρι, στα δυτικά παράλια του Κορινθιακού κόλπου και αποτελεί την Τοπική Κοινότητα Μαραθιά της Δημοτικής Ενότητας Ευπαλίου του Δήμου Δωρίδος στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 10 μέτρα. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ο πληθυσμός ανέρχεται στους 512 μόνιμους κατοίκους.
Γεωγραφία: Ο Μαραθιάς βρίσκεται 18 χλμ. από τη Ναύπακτο, επί του οδικού άξονα Αντιρρίου – Ιτέας και 81 χλμ. των Δελφών. Το χωριό είναι χτισμένο πάνω στο δέλτα που σχημάτισαν εδώ και χρόνια τα δύο ρέματα που βρίσκονται στις άκρες του χωριού κάτω από την κορυφή Σπουλιθαρά. Στη μικρή σε έκταση που απλώνεται γύρω από το χωριό καλλιεργούνται ελιές, λεμονιές, πορτοκαλιές, βερυκοκιές, μπανανιές και πολλά άλλα οπωροφόρα δένδρα.
Αξιοθέατα: Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος με την εκκλησία του να βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Στο δυτικό άκρο του χωριού βρίσκεται το εξωκλήσι της Παναγίας, δίπλα στη θάλασσα και κάτω από τον ίσκιο πλατανιών. Γιορτάζει στις 23 Αυγούστου και συγκεντρώνει πλήθος προσκυνητών. Ο Μαραθιάς αποτελεί τόπο παραθερισμού. Διαθέτει αρκετές μικρές σύγχρονες ξενοδοχειακές μονάδες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες, ουζερί και καφέ.

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΦΩΚΙΔΑΣ
Το Μοναστηράκι είναι παραθαλάσσιο χωριό του Δήμου Δωρίδος της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας, στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 15 μ. και γεωγραφικά βρίσκεται επί της εθνικής οδού Αντιρρίου–Ιτέας, σε απόσταση 11,5 χλμ. Ανατολικά της Ναυπάκτου, 55 χλμ. Δυτικά του Γαλαξειδίου και 3 χλμ. Νότια του Ευπαλίου, στη Δημοτική Ενότητα του οποίου ανήκει. Το Μοναστηράκι μαζί με τους οικισμούς Μαγούλα και Σκάλωμα συγκροτούν την Τοπική Κοινότητα Μοναστηρακίου με συνολικό πληθυσμό 374 κατοίκους. Ο πληθυσμός του χωριού είναι 279 κάτοικοι (απογραφή 2011).
Το χωριό είναι κτισμένο αμφιθεατρικά στον ομώνυμο όρμο του Κορινθιακού κόλπου. Διαθέτει λιμανάκι με αρκετές ταβέρνες, ουζερί, καφετέριες και δύο παραλίες για μπάνιο, την παραλία «του Ηλιόπουλου» και τον «Παραθάλλασο», με τη μικρή ομώνυμη λιμνοθάλασσα, που αναπτύσσεται ακριβώς πίσω της.
Ιστορία-Ονομασία: Το όνομά του προέρχεται από το μοναστήρι που υπήρχε την ύστερη βυζαντινή περίοδο και βρισκόταν στη θέση όπου υπάρχει σήμερα ο ενοριακός ναός του Ευαγγελιστού Μάρκου. Στο κεφαλάρι του χωριού, και σε υψόμετρο 300 μέτρων, υπήρχε παλαιά δεξαμενή στην οποία οι κτηνοτρόφοι συγκέντρωναν το γάλα και με πήλινους σωλήνες το διοχέτευαν στο χωριό, όπου παρασκεύαζαν τυρί και βούτυρο.
Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, στην ευρύτερη περιοχή, κοντά στο ακρωτήριο «Κόκκινος», τοποθετείται η αρχαία πόλη Ερυθρές. Στον θαλάσσιο χώρο του ακρωτηρίου έχουν επισημανθεί ερείπια βυθισμένης πόλης, όπως και λαξευτός τάφος, κεραμικά και νομίσματα στον λόφο «Αγγουράκι». Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος αναφέρει ότι το 208 π.Χ., ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε΄, πέρασε με τα πλοία του στις Ερυθρές των Αιτωλών που είναι κοντά στο Ευπάλιο. Τη δεκαετία του 1930, το Μοναστηράκι αποτελούσε κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της Δωρίδας και της ορεινής Ναυπακτίας και διέθετε μέσω καϊκιών καθημερινή ακτοπλοϊκή σύνδεση με τον Ψαθόπυργο, απέναντι στην Πελοπόννησο.
Αξιοθέατα: Σημαντικό αξιοθέατο είναι η στενή βραχώδης χερσόνησος, συνέχεια του λόφου «Αγγουράκι», που καταλήγει στο ακρωτήρι «Κόκκινος» ή «Κοκκινόβραχος». Βρίσκεται στα δυτικά του χωριού και δίπλα στον «Παραθάλλασο» και χωρίζει το Μοναστηράκι από τον γειτονικό οικισμό της Χιλιαδούς. Η χερσόνησος καλύπτεται από πουρνάρια, μεσογειακούς θάμνους, πεύκα, και κυπαρί- σσια και αποτελείται από δύο υψώματα που επικοινωνούν με έναν λαιμό. Λόγω της ιδιαίτερης αισθητικής της αξίας έχει χαρακτηριστεί ως “Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους”.
Τα προϊόντα του χωριού είναι δημητριακά, εσπεριδοειδή και ψάρια.

Η ΠΟΤΙΔΑΝΕΙΑ ΦΩΚΙΔΑΣ
Το ορεινό χωριό Ποτιδάνεια ή Ποτιδανία βρίσκεται στον Δήμο Δωρίδος της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας, στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, σε υψόμετρο 850 μέτρα. Έχει πληθυσμό 320 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 και αποτελεί την Τοπική Κοινότητα Ποτιδάνειας της Δημοτικής Ενότητας Λιδωρικίου του Δήμου Δωρίδος.
Γεωγραφία: Η Ποτιδάνεια είναι κτισμένη στις πλαγιές της οροσειράς Τρίκορφο με θέα προς τα όρη Βαρδούσια και Γκιώνα. Βρίσκεται στην επαρχιακή οδό Τείχιο – Παλαιοξάρι – Στίλια, σε απόσταση 32 χλμ. ΒΑ της Ναυπάκτου και 44,5 χλμ. Δ του Λιδωρικίου.
Αξιοθέατα: Ο ενοριακός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, κτισμένος το 1851, με αξιόλογο τέμπλο, παλιές εικόνες και την ξύλινη διακόσμηση της οροφής. Από το 1999 στην είσοδο του χωριού και κοντά στο εξωκλήσσι του Άη Γιώργη υπάρχει υπαίθριο αμφιθέατρο χωρητικότητας 600 θέσεων, όπου κάθε χρόνο γίνονται εκδηλώσεις. Κάθε Νοέμβριο, διοργανώνεται «γιορτή τσίπουρου». Το χωριό γιορτάζει στις 15 Αυγούστου, γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ιστορία-Αρχαία Ελλάδα: Η Ποτιδάνεια (ή Ποτιδανία, πρώην Άνω Παλαιοξάρι), πήρε το όνομα της από την ομώνυμη αρχαία πόλη των Αποδοτών, ερείπια της οποίας σώζονται και σήμερα στον Άι -Νικόλα ανάμεσα στον Κάμπο και τον Παλαιόμυλο. Αναφορά της γίνεται, το 426 π.Χ. από τον Θουκυδίδη, κατά την εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Αιτωλών. Η Ποτιδανία φέρεται να άκμασε ως πόλη του Κοινού των Αιτωλών στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία έκοψε χάλκινο νόμισμα.
Περίοδος Τουρκοκρατίας: Το Παλαιοξάρι προϋπήρχε του Άνω και Κάτω Παλαιοξαρίου (σημερινό Παλαιοξάρι) στη θέση «Χάνια», ανάμεσα στους δυο οικισμούς στη διαδρομή της παλιάς τουρκικής δημοσιάς η οποία συνέδεε τη Ναύπακτο με το Λιδωρίκι και την Άμφισσα. Το Παλαιοξάρι εκτεθειμένο στο πλιάτσικο του κάθε ένοπλου τμήματος που διάβαινε τη Δημοσιά, εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του, οι οποίοι, πιθανώς μέσα στο 16ο αιώνα, δημιούργησαν δυο νέους οικισμούς, το Άνω και Κάτω Παλαιοξάρι. Οι οικισμοί αυτοί στέριωσαν τελικά στις θέσεις όπου σήμερα βρίσκονται η Ποτιδάνεια και το Παλαιοξάρι. Το Άνω Παλαιοξάρι ήταν η πατρίδα του ονομαστού αρματολού του 18ου αιώνα Χρήστου Μηλιώνη που έδρασε ιδιαίτερα στην περιοχή του Βάλτου.
Σύγχρονη εποχή: Το Παλαιοξάρι επανεμφανίζεται το 1835 με το όνομα Ποτιδανία, μετά την συγκρότηση των πρώτων δήμων του νεοελληνικού κράτους, στο δήμο Ποτιδανίας, που είχε έδρα το Άνω Παλαιοξάρι και γεωγραφικά σχεδόν ταυτίζονταν με τον π. Δήμο Ευπαλίου. Ο δήμος Ποτιδανίας με την αρχική του μορφή των 16 οικισμών -1835 έως 1869 -, και τη μετέπειτα του 1869 μορφή του με τα πέντε χωριά: Άνω Παλαιοξάρι, Κάτω Παλαιοξάρι, Τείχιο, Στύλια, Περιθιώτισα και τη Μονή Βαρνάκοβας, επέζησε ως διοικητική μονάδα μέχρι την κατάργηση των δήμων το 1912. Όμως, το όνομα «Ποτιδάνεια» κληρονόμησε ο οικισμός του Άνω Παλαιοξαρίου.
Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο οι Ποτιδάνειοι προσπάθησαν όσο επέτρεπαν οι δυνάμεις τους, να ανασυγκροτήσουν και να αναπτύξουν το χωριό. Ακόμη και με την προσωπική τους εργασία πάσχισαν να συνδεθούν οδικά με τις πεδινές περιοχές και τα παράλια του νομού και στήριξαν την υφαντουργική μονάδα που λειτούργησε στο χωριό.

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
Η Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι ένα από τα ιστορικότερα μοναστήρια της Ελλάδας. Ιδρύθηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, το έτος 1077, από τον Όσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη και γρήγορα ανεδείχθη σε θρησκευτικό κέντρο μεγάλης ακτινοβολίας, θέση που διατηρεί μέχρι και σήμερα, αποκαλούμενη «η Αγία Λαύρα της Ρούμελης». Το χαρακτηριστικό της όνομα «Βαρνάκοβα» πιθανώς προέρχεται από παλαιότερο Σλαβικό τοπωνύμιο.
Η Μονή βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας, στην περιοχή της ΔΕ Ευπαλίου του Δήμου Δωρίδος και συγκεκριμένα στην Τοπική Κοινότητα Τειχίου, η οποία αποτελείται από την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βαρνακόβης και τον οικισμό Τείχιο, με πληθυσμό ως Κοινότητα 175 κατοίκους και ως οικισμοί Τείχιο 159 και ιερά Μονή 16 (Απογραφή 2011).
Βρίσκεται 25 χλμ. περίπου βορειοανατολικά της Ναυπάκτου, στον παλαιό δρόμο του Λιδωρικίου. Είναι κτισμένη πάνω σε έναν μικρό λόφο στις παρυφές των Βαρδουσίων Ορέων και σε υψόμετρο 750 μ. περίπου, μέσα σε πυκνό δάσος από δρυς και αγριοκαστανιές, με πλουσιότατη θέα προς την ορεινή Ναυπακτία, τη Δωρίδα, το Όρος Γκιώνα και τον ποταμό Μόρνο.

Η ΦΙΛΟΘΕΗ
Η Φιλοθέη (παλιά ονομασία Γκουμαίοι) είναι χωριό με πληθυσμό 389 κατοίκων (Απογραφή 2011) στο νοτιοδυτικό άκρο του Νομού Φωκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Δωρίδος. Καταλαμβάνει έκταση 13.000 στρεμμάτων και βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 500 μέτρων.
Ιστορία: Οι Γκουμαίοι, όπως ονομαζόταν το χωριό μέχρι το 1958, κτίστηκαν κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, κυρίως από κατοίκους-νομάδες των γύρω του περιοχών, ενώ το 1826 εγκαθίστανται στον τόπο αγωνιστές που προέρχονταν από την έξοδο του Μεσολογγίου. Παράλληλα, αυξάνεται ο πληθυσμός του από την εγκατάσταση κατοίκων κι από άλλα χωριά της περιοχής.
Κατά την πιθανότερη εκδοχή, η παλαιά ονομασία του χωριού προέρχεται από βλαχοποιμένα στην υπηρεσία της Μονής Βαρνάκοβας που έφερε το όνομα «Γκούμας».
Αν και ο οικισμός είναι σχετικά πρόσφατος, μαρτυρίες που χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα αναφέρουν την ύπαρξη ενός χωριού με το όνομα «Απάνω Λόγγος» σε κοντινή απόσταση από τη σημερινή του θέση. Τεκμήρια εξάλλου της αρχαιότητας του τόπου αποτελούν τόσο ο αρχαιολογικός χώρος του Παλιόκαστρου (τοπωνύμιο που συναντάται και σε αρκετά άλλα χωριά του Δήμου), σε απόσταση 1 χλμ. από το χωριό και υψόμετρο 650 μ., όπου υπάρχουν ερείπια οχυρώσεων της Δωρικής εποχής και ενδείξεις τειχών ακρόπολης, όσο και το ιστορικό μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη των Θέρμων, μετόχι της Μονής Βαρνάκοβας, το οποίο χρονολογείται από την εποχή της Δυναστείας των Κομνηνών, καταστράφηκε ωστόσο από Οθωμανική επιδρομή κατά την περίοδο της Επανάστασης.
Το χωριό καλύπτει σήμερα έκταση 13.000 στρεμμάτων, την οποία απέκτησε σταδιακά και με το πέρασμα των χρόνων. Πολλές από τις εκτάσεις που τώρα του ανήκουν, ήταν άλλοτε μετόχι της Μονής Βαρνάκοβας.

ΤΟ ΜΑΛΑΝΔΡΙΝΟ
Το Μαλανδρίνο ή Μαλανδρίνον είναι χωριό στη Γκιώνα και Τοπική Κοινότητα της Δημοτικής Ενότητας Λιδωρικίου, του Δήμου Δωρίδος στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας.
Το Μαλανδρίνο βρίσκεται στους πρόποδες της δυτικής πλευράς της νότιας προέκτασης της οροσειράς της Γκιώνας, λίγο πριν από το τέλος της, σε υψόμετρο 580 μ.. Έχει εκτεταμένη περιφέρεια με κτήματα, που καταλαμβάνουν και τμήμα του νότιου άκρου της Βελάς. Στο παρελθόν οι κάτοικοι ασχολούνταν με τα δημητριακά, κυρίως το σιτάρι και τα αμπέλια. Αξιόλογη είναι και η παραγωγή αμυγδάλων. Μερικά αμπέλια διατηρούνται και σήμερα και παράγεται καλό κρασί, με παραδοσιακό τρόπο. Ο συνδυασμός πεδινής εκτάσεως και βουνού, ευνοεί την ανάπτυξη και της κτηνοτροφίας.
Ιστορία: Η θέση του Μαλανδρίνου έχει ταυτισθεί με την αρχαία πόλη Φύσκο, που από τον 4ο αι. π.Χ. αποτελούσε έδρα του κοινού των Εσπερίων Λοκρών (σημερινή Δωρίδα Φωκίδας). Η ακρόπολη τοποθετείται στο λόφο νότια του χωριού, όπου είναι το νεκροταφείο. Η θέση του λόφου εποπτεύει την γύρω περιοχή και προσφέρει θέα προς την κοιλάδα και τη λίμνη του Μόρνου. Εκεί, καθώς και στη γύρω περιοχή, βρίσκονται τα λιγοστά κατάλοιπα μιας μεγάλης και σημαντικής αρχαίας οχύρωσης, της οποίας ένα μεγάλο μέρος έχει κατά το παρελθόν καταστραφεί ή λιθοδομηθεί, ενώ ένα άλλο – άγνωστο ακόμα – παραμένει κάτω από το έδαφος. Σώζονται κατάλοιπα τειχών και κτηρίων, στήλες, επιγραφές και άλλα υπολείμματα αρχαιοτήτων. Ο αρχαιολόγος L. Lerat, στο βιβλίο του «Εσπέριοι Λοκροί», παραθέτει εκτενή περιγραφή του τείχους της αρχαίας πόλης.
Το Μαλανδρίνο δεν σταμάτησε να κατοικείται στα Ρωμαϊκά, τα Βυζαντινά Χρόνια, στην Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία. Κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, πραγματοποιήθηκε η Μάχη του Μαλανδρίνου με νίκη των Ελλήνων.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελληνική Αντίσταση είχε πολύ σημαντική δράση σε όλη την περιοχή. Πολλοί Μαλανδρινιώτες συμμετείχαν στην ιστορική Μάχη στις Καρούτες. Η μάχη στις Καρούτες ήταν από τις μεγαλύτερες στην Εθνική Αντίσταση.
Ονομασία: Δεν είναι γνωστό το πότε σταματήσε να χρησιμοποιείται η αρχαία ονομασία Φύσκος. Από το 1836 το Μαλανδρίνο ανήκε στο Δήμο Τολοφώνος, ως Μαλανδρίνι. Στα 1869 περιλήφθηκε στο Δήμο Αιγιτίου ως Μαλανδρίνον και το 1912 αναγνωρίσθηκε ως Κοινότητα. Κατά μία εκδοχή, η ονομασία επικράτησε το Μεσαίωνα από το όνομα του Βαρώνου της περιοχής Μaladrin.

Η ΓΛΥΦΑΔΑ ΔΩΡΙΔΟΣ
Η Γλυφάδα είναι παραλιακό χωριό της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας που είναι κτισμένο στον κάμπο και στους πρόποδες του λόφου Παλιόκαστρο, απέναντι από το νησί Τριζόνια. Μαζί με τον πολύ μικρό οικισμό Δαφνοχώρι αποτελούν την Τοπική Κοινότητα Γλυφάδας της Δημοτικής Ενότητας Τολοφώνος του Δήμου Δωρίδος. Ως Οικισμός έχει πληθυσμό 611 κατοίκους και ως Κοινότητα 620 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Απέχει 24 χλμ. από την πόλη της Ναυπάκτου και 45 χλμ. από το Γαλαξίδι. Στην κορυφή του λόφου έχουν βρεθεί απομεινάρια σημαντικής αρχαίας ακρόπολης με τείχη υπόγειες δεξαμενές και τμήμα ναού. Χαμηλότερα από το κάστρο διακρίνονται ίχνη της αρχαίας νεκρόπολης.
Ιστορία-Ονομασία: Η Γλυφάδα είναι σχετικά πρόσφατος οικισμός καθώς οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή στις αρχές του 1950, προερχόμενοι από το ορεινό χωριό Δαφνοχώρι (πρώην Μαραζιά ή Ροδοδάφνη), το οποίο βρίσκεται βόρεια της Γλυφάδας και σε υψόμετρο 905 μ.. Tο όνομα Γλυφάδα (αρχικά Ζευγάρι) προήλθε από μία πηγή της περιοχής, η οποία βγάζει γλυφό νερό και εκβάλει στη γωνία της πλατείας στη θάλασσα. Οι κάτοικοι ασχολούνται με κτηνοτροφία, γεωργία, αλιεία και κυρίως με οικοδομικά επαγγέλματα. Στην πλατεία του χωριού βρίσκεται η κεντρική εκκλησία του χωριού βυζαντινού ρυθμού που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Αρχαιολογικά ευρήματα: Στον λόφο Παλιόκαστρο, εντοπίζεται αρχαία οχύρωση χρονολογούμενη στα τέλη του 4ου–αρχές 3ου π.Χ. αιώνα. Εντός της αταύτιστης μέχρι σήμερα αυτής πόλης της Δ. Λοκρίδας συναντώνται περίβολοι σε φυσικά άνδηρα και πολλά λείψανα οικοδομημάτων εκ των οποίων κάποια πρέπει να ανήκουν σε εγκαταστάσεις με δημόσιο ή θρησκευτικό χαρακτήρα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει κτιστή δεξαμενή σχετικά μεγάλων διαστάσεων. Εξωτερικά της οχύρωσης και κυρίως πάνω από τον οικισμό της Γλυφάδας εντοπίζεται η αρχαία πόλη. Βορειοανατολικά του λόφου εντοπίστηκαν οικιστικά κατάλοιπα Ελληνιστικών χρόνων. Στην περιοχή του αυχένα που συνδέει το λόφο Παλιόκαστρο με την εθνική οδό Ναυπάκτου – Ιτέας, έχει εντοπιστεί η νεκρόπολη και σήμερα είναι ορατά λείψανα τάφων. Ιδιαίτερη ήταν στην περιοχή η λατρεία της θεάς Βασιλείας, όπως αυτή μαρτυρείται από αρχαία επιγραφή που εντοπίστηκε στη Γλυφάδα. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για το αρχαίο όνομα της πόλης. Άλλοι την ταυτίζουν με την αρχαία Αντίκυρα, άλλοι με την Οιάνθη κι άλλοι με την Υαίων πόλι, αλλά καμία ως τώρα δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Πολιτισμός: Κάθε καλοκαίρι κυρίως, διοργανώνονται διάφορες πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις με αποκορύφωμα το πανηγύρι στην πλατεία τον δεκαπενταύγουστο.
Σήμερα στο χωριό λειτουργούν λιμενικό καταφύγιο, δημοτικό σχολείο, αγροτικό ιατρείο, φαρμακείο και Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών. Η Γλυφάδα έχει Ποδοσφαιρική ομάδα η οποία αγωνίζεται σε τοπικό επίπεδο.

Η ΕΡΑΤΕΙΝΗ
Η Ερατεινή βρίσκεται στα βόρεια παράλια του Κορινθιακού κόλπου, σε υψόμετρο 8 μ. Είναι κτισμένη δίπλα στην ΕΟ Αντιρρίου – Ιτέας ενώ απέχει περίπου 30 χλμ. από το Λιδωρίκι (έδρα του δήμου), 45 χλμ. από τη Ναύπακτο και 36 χλμ. από την Ιτέα. Δυτικά της είναι η Τολοφώνα, νοτιοδυτικά η Παραλία Τολοφώνας, ανατολικά ο Όρμος Λεμονιάς και βορειοανατολικά ο Πάνορμος. Είναι γνωστή στην περιοχή για την καθαρή παραλία της και αποτελεί καλοκαιρινό παραθεριστικό προορισμό. Διαθέτει αρκετά τουριστικά καταλύμματα (ενοικιαζόμενα δωμάτια, ξενοδοχεία) και κέντρα εστίασης (εστιατόρια, μπαρ και καφετέριες). Ενοριακός ναός είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, που εορτάζει στις 8 Μαΐου και εξωκλήσια ο Άγιος Νικόλαος και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Η περιοχή παράγει εκλεκτό λάδι, εσπεριδοειδή και κηπευτικά.
Ονομασία: Σύμφωνα με τοπική παράδοση το όνομα της η Ερατεινή το πήρε από τη βασίλισσα Ερατώ.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Κατοχή: Στην Ερατεινή πρώτοι έφτασαν οι Ιταλοί το 1941 οι οποίοι είχαν εκεί την έδρα τους. Έμεναν σε σπίτια που έπαιρναν με τη βία από τους κατοίκους, τους οποίους πετούσαν στον δρόμο και σκότωναν πολλούς από αυτούς. Επίσης οι Ιταλοί εκείνη την εποχή έκαψαν το χωριό της Τολοφώνας και σκότωσαν πολλούς ανθρώπους. Οι Γερμανοί έφτασαν στην περιοχή περίπου το 1944. Δεν μπήκαν καθόλου μέσα στο χωριό, αλλά μερικές φορές περνούσαν με τα πλοία τους και το χτυπούσαν με πυρά.
Νεότερα χρόνια: Με το πέρασμα των χρόνων, όλο και πιο πολύ άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στην Ερατεινή. Το Δημοτικό Σχολείο Ερατεινής συστάθηκε περίπου το 1930. Το νέο κτήριο του Δημοτικού Σχολείου κτίσθηκε το 1955. Το Νηπιαγωγείο Ερατεινής δημιουργήθηκε το 1979. Ένα χρόνο μετά, το 1980 δημιουργήθηκε το Γυμνάσιο Ερατεινής. Οι Λυκειακές τάξεις της Ερατεινής λειτούργησαν το 1984.
Ανάπτυξη-Οικονομία: Η Ερατεινή είναι ένα αρκετά αναπτυγμένο χωριό. Είναι αναπτυγμένη στον εκπαιδευτικό τομέα, καθώς έχει Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο. Έχει αναπτυγμένο τουρισμό καθώς είναι παραθαλάσσια περιοχή και διαθέτει παραλίες. Έχει αρκετά ενοικιαζόμενα δωμάτια και ξενοδοχεία με θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο και την Πελοπόννησο. Ακόμα έχει αναπτυγμένη κτηνοτροφία, αλιεία και παράγει όπως προαναφέραμε ελαιόλαδο. Τέλος η Ερατεινή φημίζεται για τα θαλασσινά που προσφέρει η θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου. Γύρω από την Ερατεινή υπάρχουν οκτώ χωριά.
Η Ερατεινή και η Τολοφώνα παράγουν εξαιρετικής ποιότητας ελαιόλαδο. Ο ελαιώνας της Τολοφώνας αποτελείται από αρκετές χιλιάδες ελαιόδενδρα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 2.500 ετών. Στην περιοχή της Ερατεινής και της Τολοφώνας λειτουργούν ελαιοτριβεία.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΦΩΚΙΔΑΣ
Ο Άγιος Νικόλαος είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό του Κορινθιακού κόλπου της Τοπικής Κοινότητας Καλλιθέας, η οποία υπάγεται στη Δημοτική Ενότητα Τολοφώνος του Δημου Δωρίδος στην Περιφερεική Ενότητα Φωκίδας. Έχει πληθυσμό 81 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 και μαζί την Αγία Ειρήνη, τη νησίδα Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Σπυρίδωνα, την Καλλιθέα, τον Κλοβινό, τη νησίδα Πρασούδι και τα Φλαμπουράκια συναποτελούν την Τοπική Κοινότητα Καλλιθέας.
Γεωγραφία: Ο Άγιος Νικόλαος βρίσκεται στην εθνική οδό Αντιρρίου – Ιτέας, δίπλα στον οικισμό Φλαμπουράκια ενώ απέχει 30 χλμ. από το Γαλαξείδι και 36 χλμ. από τη Ναύπακτο. Το χωριό είναι γνωστό για το νησάκι με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για γραφικό παραθαλάσσιο θέρετρο, όπου εκεί βρίσκονται αρκετές εξοχικές κατοικίες καθώς και συγκροτήματα με ενοικιαζόμενα στούντιο και δωμάτια. Διαθέτει παραλία με βότσαλα, έναν μώλο καθώς και αρκετές ταβέρνες, καφετέριες και μπαράκια. Σε απόσταση 4 χλμ. από τον Άγιο Νικόλαο και 6 χλμ. προς την Ερατεινή βρίσκεται ο φάρος Ψαρομύτας που το κτήριο του έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Στη φωτογραφία το νησάκι του Αγίου Νικολάου.

Η ΜΗΛΕΑ
Η Μηλέα ή Μηλιά είναι ορεινό χωριό της Δημοτικής Ενότητας Τολοφώνος, του Δήμου Δωρίδος της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας, σε υψ. 750 μ... Βρίσκεται στο κέντρο της Δωρίδας, στον επαρχιακό δρόμο Ανάθεμας – Τειχίου, δυτικά του Μαλανδρίνου σε απόσταση 15 χλμ. από αυτό και 31 χλμ. από την Ερατεινή. Είναι κτισμένη στην πλαγιά της βουνοκορφής Μπούχορης (1.380 μ. υψόμετρο) με θέα βόρεια προς τη λίμνη του Μόρνου και νότια προς την Πελοπόννησο. Ο πληθυσμός του χωριού είναι 119 κάτοικοι, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Από παλιά οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με την κτηνοτροφία και γεωργία, όπως αμπέλια και κηπευτικά. Μέχρι το 1970 κατασκεύαζαν και έκαιγαν κατά καιρούς ασβεστοκάμινα, ενώ μέχρι το 1980 στο χωριό λειτουργούσαν 3 τρεις νερόμυλοι.
Ανάμεσα στη Μηλιά και τον Άβορο, στα βόρεια και κοντά στη Μπούχορη, αναφέρεται από τον Παυσανία, η ύπαρξη Λοκρικού ιερού και κάστρου. Στη νοτιοδυτική πλευρά του χωριού υπάρχουν ευρήματα αρχαίας στρατιωτικής εγκατάστασης. Στα ανατολικά, στη τοποθεσία «Βρωμόβρυση» και προς τους πρόποδες του χωριού, υπάρχει μεγάλο ανεξερεύνητο σπήλαιο με σταλακτίτες. Άλλα αξιοθέατα είναι ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους και τα εξωκλήσια: Άγιος Κωνσταντίνος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Μηνάς και οι Άγιοι Πάντες στη Μπούχορη, όπου γίνεται ετήσιο πανηγύρι από τους κατοίκους των γύρω χωριών.
Ονομασία: Ως οικισμός αναφέρεται επίσημα με το όνομα Μηλιά το 1835 να προσαρτάται στον τότε Δήμο Όλπης (Ολισώνος), που ανήκε στο νομό Φωκίδος και Λοκρίδος. Το 1940 το όνομα του οικισμού διορθώνεται σε Μηλέα και το 1943, υπάγεται στο νομό Φωκίδας.

Η ΤΟΛΟΦΩΝΑ
Η Τολοφώνα ή Τολοφών) είναι πεδινό χωριό της Τοπικής Κοινότητας και της Δημοτικής Ενότητας Τολοφώνος, του Δήμου Δωρίδος, στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας με πλυθυσμό ως Τοπική Κοινότητα 539 κατοίκους και ως Οικισμός 293 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Η Κοινότητα περιλαμβάνει και τον Οικισμό Παραλία Τολοφώνος με πληθυσμό 246 κατοίκους. Η Τολοφώνα ως Δημοτική Ενότητα του Δήμου Δωρίδος έχει συνολικό πληθυσμό 2.762 κατοίκους.
Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 100 μ., Βρίσκεται στα δυτικά όρια του Δήμου Δωρίδας και απέχει 44,5 χλμ. από τη Ναύπακτο και 6 χλμ. από την Ερατεινή. Η παλαιά ονομασία του χωριού ήταν Βιτρινίτσα και το 1927 μετονομάστηκε σε Τολοφώνα. Το Βιτρινίτσα είναι Σλάβικο προσωνύμιο που σημαίνει «ανεμοχώρι». Το σύγχρονο όνομα προέρχεται από την αρχαία πόλη Τολοφώνα στην οποία, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, αποδίδονται τα αρχαία ερείπια που έχουν εντοπιστεί από αρχαιολογικές έρευνες κοντά στο χωριό. Έχει βρεθεί αρχαίο οχυρωματικό τείχος, που πιστεύεται ότι αποτελούσε περίβολο αρχαίας ακρόπολης.
Αξιοθέατα του χωριού είναι τα εναπομείναντα ίχνη του ναού της Ευαγγελίστριας Πολυπορτούς, βυζαντινής εποχής, χτισμένου στη θέση Παλαιόκαστρο δίπλα στη κοίτη του χείμαρρου Ξεριά, καθώς και η πέτρινη βρύση του χωριού, από την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Οι τρεις μεγάλες καταστροφές: Η Τολοφώνα έχει υποστεί τρεις μεγάλες καταστροφές από την απελευθέρωσή της έως και σήμερα. Κατά την απελευθέρωση το χωριό πυρπολήθηκε με σημαντικότερο πλήγμα την καταστροφή της εκκλησίας του χωριού του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου. Αργότερα με την προσωρινή επανάκτησή της από τους Τούρκους ο πληθυσμός κατέφυγε στα βουνά, ενώ όσοι δεν έφυγαν σφαγιάστηκαν. Κατά την περίοδο της Ιταλικής κατοχής εκτελέστηκε ως εχθρός του καθεστώτος ο πρόεδρος του χωριού Ι. Δασκαλόπουλος και πυρπολήθηκε εκ νέου το χωριό. Ως αποτέλεσμα αυτής της πυρκαγιάς ήταν να καταστραφούν σημαντικά δημόσια κτήρια που υπήρχαν στο χωριό, όπως το Ειρηνοδικείο, το Γυμνασιαρχείο και το ληξιαρχείο με αποτέλεσμα όλες οι πληροφορίες για τους προγόνους των κατοίκων να χαθούν.

Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΛΟΦΩΝΟΣ
Η Παραλία Τολοφώνος είναι παραθαλάσσιος οικισμός του Δήμου Δωρίδος της Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας σε υψόμετρο 10 μέτρα. Έχει πληθυσμό 246 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 και μαζί με τον Οικισμό Τολοφώνας συναποτελούν την Τοπική Κοινότητα Τολοφώνος της Δημοτικής Ενότητας Τολοφώνος του Δήμου Δωρίδος.
Η παραλία του χωριού είναι βοτσαλωτή, το μήκος της ξεπερνά το 1 χλμ., είναι ιδανική για κολύμπι ή για περπάτημα. Στο τέλος της ενώνεται δυτικά με την παραλία Ερατεινής. Στην ανατολική άκρη της, στον λόφο «Πίθα» υπάρχουν ερείπια παράκτιου μεσαιωνικού πύργου του 13ου με 14ο αιώνα. Στον ίδιο χώρο εντοπίστηκαν κεραμικά ευρήματα της Μυκηναϊκής εποχής, αλλά και κατάλοιπα οχυρωματικής περιβόλου και σημαντικού οικισμού των κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων, ευρήματα που μαρτυρούν την κατοίκηση της περιοχής από τους αρχαίους χρόνους.

ΤΑ ΤΡΙΖΟΝΙΑ
Τα Τριζόνια ή Τροιζώνια είναι οικισμός και νησί, το μεγαλύτερο νησί του Κορινθιακού κόλπου με έκταση 2,5 τ. χλμ. και το μόνο κατοικημένο. Ανήκουν στην Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας και μαζί με τη Σπηλιά και τα Χάνια συγκροτούν την Τοπική Κοινότητα Τριζονίων της Δημοτικής Ενότητας Τολοφώνος του δήμου Δωρίδος. Ο πληθυσμός του οικισμού του νησιού είναι 64 κάτοικοι, και της Κοινότητας 171 κάτοικοι, σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Ονομασία: Για την προέλευση της ονομασίας κυριαρχούν δύο απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη το νησί πήρε το όνομά του από το ομώνυμο έντομο, ενώ σύμφωνα με την δεύτερη άποψη το όνομα αποτελεί παραφθορά του «τριονήσια», όνομα που περιέγραφε το σύμπλεγμα των Τριζονίων που περιλαμβάνει τρία κύρια νησιά (Τριζόνια, Άγιος Ιωάννης και Πρασούδι).
Γεωγραφία: Το νησί αποτελεί μέρος ενός συμπλέγματος που περιλαμβάνει άλλα τρία μικρότερα ακατοίκητα νησάκια, τον Άγιο Ιωάννη, το Πλανέμι και το Πρασούδι. Στο κέντρο του δεσπόζει το γραφικό και προφυλαγμένο φυσικό λιμάνι, και ο οικισμός, διαμορφωμένο τα τελευταία χρόνια σε μαρίνα σκαφών αναψυχής, που πλέουν στον Κορινθιακό. Το ψηλότερο σημείο του, η Αετόραχη, βρίσκεται σε υψόμετρο 106 μ. περίπου από τη θάλασσα.
Παραλίες: Το νησί διαθέτει τρεις παραλίες. Η μεγαλύτερη, με την κοκκινωπή αμμουδιά της, βρίσκεται στην θέση «Πούντα» 2 χλμ. ΝΑ από το λιμάνι. Δύο ακόμα μικρές παραλίες που ονομάζονται «Άσπρα Χαλίκια» και «Καψάλες», βρίσκονται στη νότια και δυτική πλευρά αντίστοιχα του νησιού, απέναντι από την Πελοπόννησο.

ΤΡΙΖΟΝΙΑ.. ΤΟΠΙΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ
Η βλάστηση του νησιού περιλαμβάνει ελιές, αμυγδαλιές, αμπέλια, φραγκοσυκιές, δενδροκυπάρισσα, πυκνούς σχίνους, πουρνάρια και ευκαλύπτους. Λόγω της ιδιαίτερης αισθητικής του αξίας έχει χαρακτηριστεί ως «Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους».

ΤΑ ΒΑΡΔΟΥΣΙΑ
Τα Βαρδούσια ή Κόρακας είναι σύμπλεγμα βουνών που περιλαμβάνει το νοτιότερο άκρο της Πίνδου στη Στερεά Ελλάδα. Υψώνεται στα βορειοδυτικά της Φωκίδας, με ένα μικρό τμήμα του όρους να επεκτείνεται και στη Φθιώτιδα. Είναι το δεύτερο υψηλότερο βουνό της Ρούμελης μετά την Γκιώνα, με ύψος που φτάνει τα 2.495 μ. (κορυφή Κόρακας).

Η ΛΙΜΝΗ ΜΟΡΝΟΥ
Η Λίμνη του Μόρνου είναι τεχνητή λίμνη που κατασκευάστηκε με σκοπό να καλυφθούν οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες ύδρευσης της Αθήνας. Δημιουργήθηκε το 1979 έπειτα από την ολοκλήρωση του φράγματος στον ποταμό Μόρνο. Η συνολική επιφάνεια της λίμνης, που αντιστοιχεί στη μέση στάθμη της, είναι περίπου 15,5 τ.χλμ. με αποτέλεσμα να είναι η ένατη μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη της Ελλάδας.

ΠΡΟΣΒΑΣΗ – ΜΕΣΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ
ΚΤΕΛ ΝΟΜΟΥ ΦΩΚΙΔΑΣ Α.Ε.
Η ΚΤΕΛ Ν. Φωκίδας Α.Ε. είναι μία από τις μεγαλύτερες και πιο υγιείς εταιρείες του Νομού Φωκίδας. Αριθμεί 47 Μετόχους και ένα σύγχρονο στόλο από 51 λεωφορεία τελευταίας τεχνολογίας, τα οποία πληρούν τους προβλεπόμενους κανόνες ασφαλούς και άνετης μεταφοράς των πελατών της και των αποσκευών τους.
Πρόσβαση στο Νομό Φωκίδας μέσου της ΚΤΕΛ Νομού Φωκίδας μπορείτε να έχετε:
Από Αθήνα: Καθημερινά Δρομολόγια, αφετερία από την Λ. Λιοσίων 260.
Από Θεσσαλονίκη: Τακτικά δρομολόγια, αφετηρία από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης.
Από Πάτρα: Τακτικά δρομολόγια με αφετηρία από την Ηρώων Πολυτχνείου 42.
Το Τουριστικό επίσης Γραφείο ΚΤΕΛ ΦΩΚΙΔΑΣ TRAVEL ως θυγατρική εταιρία και συνέχεια της ΚΤΕΛ Ν. Φωκίδας Α.Ε., έχοντας την πείρα χρόνων στον τουριστικό τομέα και στις μεταφορές, έχει τη δυνατότητα να οργανώσει και να προγραμματίσει τις επόμενες εκδρομές σας, εκπληρώνοντας κάθε επιθυμία σας. Σας παρέχει αναβαθμισμένες υπηρεσίες στις πιο προσιτές τιμές της αγοράς.
Για να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της ΚΤΕΛ Φωκίδας, κάντε κλικ στην εικόνα..

ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΚΟΝΩΝ















ΠΗΓΕΣ: Ιστορία της Ελλάδας, Ιστορία της Ευρώπης, Βικιπαίδεια, ιστότοποι Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, Περιφερειακής Ενότητας Φωκίδας και των Δήμων Δελφών και Δωρίδος, Fb Page Χωριά Φωκίδας, κ.α.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για όσους δημιουργούς φωτογραφιών έχουμε στοιχεία, αναγράφουμε το όνομά τους. Για όσους δεν έχουμε στοιχεία, αναγράφουμε την πηγή προέλευσης.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Theodoros Evangeloudis
Ιστορικός-Αρχαιολόγος ΑΠΘ, Απόφοιτος Instituto Cervantes

ΠΕ ΦΩΚΙΔΑΣ – ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΕΣ
ΚΤΕΛ ΝΟΜΟΥ ΦΩΚΙΔΑΣ Α.Ε.
Η ΚΤΕΛ Ν. Φωκίδας Α.Ε. είναι μία από τις μεγαλύτερες και πιο υγιείς εταιρείες του Νομού Φωκίδας. Αριθμεί 47 Μετόχους και ένα σύγχρονο στόλο από 51 λεωφορεία τελευταίας τεχνολογίας, τα οποία πληρούν τους προβλεπόμενους κανόνες ασφαλούς και άνετης μεταφοράς των πελατών της και των αποσκευών τους.
Για να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της ΚΤΕΛ Φωκίδας, κάντε κλικ στην εικόνα..
